Το παραμύθι του βοϊδοκεφάλου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς με μια βασίλισσα. Ήταν κι ένας παπάς με την παπαδιά του. Μια μέρα η βασίλισσα πήγε να χαιρετίσει την παπαδιά. Κι οι δυο δεν εκάνανε παιδιά. Στέναξε η βασίλισσα κι είπε στην παπαδιά:
- Ας ήταν να μέναμε έγκυες και να συμπεθεριάσουμε, να παντρέψουμε τα παιδιά μας ό,τι κι αν βγούνε.
Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, βρίσκονται και οι δυο να περιμένουν μωρό. Σαν ήρθε ο καιρός τους, εγέννησε η βασίλισσα μια κόρη κι η παπαδιά μια βοϊδοκεφαλή. Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών η βασιλοπούλα, πήγε στην παπαδιά η βασίλισσα, να συμφωνήσουν πότε θα γίνει ο γάμος. Μα η παπαδιά αρνιόταν να παντρέψει την κεφαλή του βου με τη βασιλοπούλα. Η βασίλισσα επέμεινε να κάνουν ότι είχαν ευχηθεί και τάξει. Κάλεσαν κόσμο από ανατολή και δύση, φέραν νταούλια και ζουρνάδες και τους πάντρεψαν.
Το βράδυ έστρωσαν το νυφικό κρεβάτι. Βάλανε χρυσά καντηλέρια από πάνω κι ασημένια από κάτω. Άφησαν και το τραπέζι στρωμένο και τους κλείσανε την πόρτα. Η κεφαλή του βου κυλούσε όλη τη νύχτα. Η κοπέλα αποκοιμήθηκε. Βγαίνει τότε από την κεφαλή νας άγγελος. Έπιασε κι άλλαξε τα καντηλέρια, τ’ασημένια από πάνω, από κάτω τα χρυσά. Έφαγε, ήπιε και ξαναμπήκε στη βοϊδοκεφαλή. Σηκώνεται η κοπέλα το πουρνό. Συλλογιέται ποιος άλλαξε τα καντηλέρια. Φώναξε την καμαριέρα της και τη ρώτησε.
-Μήτε κανένας μπήκε μήτε κανένας βγήκε, της λέει εκείνη. Απόψε που θα ξαπλώσεις, να κάνεις πως ροχαλίζεις, κι ό, τι γίνει θα το δείς.
Έτσι κι έγινε. Ο άγγελος έκανε τα ίδια. Έφαγε, άλλαξε τη θέση των καντηλεριών. Στο τέλος πήγε να ξεσκεπάσει τη γυναίκα του, να δει αν κοιμάται. Τότε η κοπέλα τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.
-Άσε με και θα με χάσεις, της λέει εκείνος.
Όσο την παρακαλούσε πιότερο τον έσφιγγε εκείνη. Με τα πολλά όμως, τον άφησε. Της λέει:
- Σε δέκα μέρες, θα σε καλέσουν σε γάμο. Να πας. Στο χορό θα σε τραβήξουν να χορέψεις, μα να μη βγείς.
Θα έρθω εγώ σαν μαυροφόρος καβαλάρης. Θα σου πω:
-Ορίστε, κυρία, να χορέψουμε. Να βγεις. Θ’ ακούσεις τότε τις άλλες να λένε: «Είναι ο φίλος της». Μα εσύ να μη μιλήσεις γιατί με χάνεις.
Σε δέκα μέρες μαζεύτηκαν βασιλιάδες και βασίλισσες, λαούτα και ζουρνάδες κι έγινε χορός. Η κόρη χόρεψε μόνο με το μαυροφόρο καβαλάρη.
Οι γυναίκες έλεγαν:
-Η κόρη της βασίλισσας έκανε φίλο.
Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε, σιώπησε. Με τη δύση του ήλιου γύρισαν όλοι στα σπίτια τους. Πήγε κι η βασιλοπούλα στο δικό της. Τη νύχτα ο βοϊδοκέφαλος της είπε:
-Πάλι σε δέκα μέρες θα γίνει γάμος και χορός. Πάλι δε θα χορέψεις με κανένα. Και θα ‘ρθω εγώ στα κόκκινα ντυμένος, με κόκκινο άλογο. Θα σε ζητήσω να ‘ρθεις να χορέψεις και συ θα βγείς. Θα πουν πως έχεις φίλο και συ να μην απολογηθείς.
Έτσι έγινε. Στο σπίτι το βράδυ ο βοϊδοκέφαλος άγγελος της είπε για νέο χορό:
-Θα ‘ρθω σαν λευκοφόρος καβαλάρης. Θα βγείς μαζί μου να χορέψεις. Τούτη τη φορά θα σε κατηγορήσει κι η μάνα σου. Και συ δε θα με μολογήσεις. Αν με μολογήσεις, θα γίνω ένας μαύρος αετός. Και πού θα πας να με γυρεύεις; Στ’ αγριολάονα;
Έτσι κι έγινε. Μα η κόρη δεν άντεξε και το μολόγησε:
-Ο άντρας μου είναι!
Κι ο ασπροντυμένος καβαλάρης έγινε ένας μαύρος αετός, που ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς. Κλάματα, σκοτώματα η βασίλισσα κι η παπαδιά. Η κοπελούδα ντύθηκε στα μαύρα.
Ύστερα από πολύ καιρό, λέει η κόρη στο βασιλιά πατέρα της:
-Πατέρα, μόνο ένα θέλω από σένα. Να μου χτίσεις ένα λουτρό κι ένα ξενοδοχείο. Κι όποιος έρχεται, να με πληρώνει μ’ ένα μύθο και να πηγαίνει στη δουλειά του. Ο πατέρας της λυπήθηκε και της έφτασε ό,τι του ζήτησε. Όποιος ερχόταν στο ξενοδοχείο της βασιλοκόρης, έτρωγε, έπινε και για πλερωμή της έλεγε ένα μύθο. Περνούσε ο καιρός.
Μια μέρα έφθασε στα μέρη εκείνα ένας γέρος κουτσός παρέα μ’ ένα γέρο στραβό. Κρατούσαν κι ένα παξιμάδι. Καθώς περνούσαν δίπλα στο αυλάκι, τους έπεσε το παξιμάδι. Λέει ο κουτσός στον τυφλό.
-Μείνε συ δαμαί κι εγώ θα πάω να βρω το παξιμάδι.
Έλαμνε, πήγαινε δίπλα στ’ αυλακι ο κουτσός, φθάνει σε μια λίμνη. Έτρεχε μέσα το νερό και γινόταν χρυσάφι. Βλέπει μια σκάλα, λέει:
-Θα κατέβω μέσα να δω και ο Θεός βοηθός.
Κατεβαίνει κάτω, βλέπει κρεβάτια, έπιπλα, όλα χρυσά, ακόμη και τα παλούκια. Βλέπει και καμπόσες κατσαρόλες να ζεσταίνουν μόνες τους φαγητά. Λέει ο γέρος:
-Θα γεμίσω το ταγάρι μου φαΐ και ο Θεός βοηθός.
Πάει να σηκώσει ένα καπάκι, σηκώνονται όλα τα καπάκια κι αρχίζουν να τον κτυπούν στο κεφάλι και να του λένε:
-Ο αφεντης δεν ήρθε ακόμα να φάει και συ τόλμησες ν’ ανοίξεις τις κατσαρόλες;
Λέει ο γέρος:
-Θα κρυφτώ κάτω από την ντουλάπα, να δω ποιος είναι ο αφέντης τους.
Σε λίγο βλέπει έναν άνθρωπο πάνω σε μαύρο άλογο. Μπήκε μέσα στη λίμνη και έγινε ολόχρυσος. Κατόπιν κάθιε να φάει. Με τρείς πιρουνιές έφαγε όλο το φαΐ. Μετά πιάνει το ποτήρι να πιει κρασί και λέει:
-Στην υγειά της αγαπημένης μου γυναίκας, που δε με άντεξε άλλη μια βραδιά. Κλα΄ψετε πόρτες και παράθυρα, κλάψετε ερμάρια μου!
Όλα άρχισαν το κλάμα. Ύστερα έφυγε ο χρυσός καβαλάρης. Ο γέρος γέμισε το ταγάρι του. Πάει, βρίσκει το στραβό, του λέει:
-Έλα να φάμε.
-Πού τα ηύρες όλα αυτά;
-Φάε κι έννοια σου.
Μετά πήγαν στο ξενοδοχείο της βασιλοπούλας.
Λούστηκαν, ξεκουράστηκαν.
Τη νύχτα, τους λέει εκείνη:
-Να μου πείτε τώρα ένα μύθο.
-Εμείς, κορούλα μου, μύθο δεν ξέρουμε.
-Παππού, εγέρασες και μύθο δεν έμαθες;
-Καλά, να σου πω αυτό που είδα σήμερα. Μύθος είναι κι αυτό.
Και λέει στη βασιλοπούλα όλα όσα είδε κι άκουσε το πρωί στη λίμνη. Μόλις τελείωσε, του λέει η κοπέλα:
-Θέλω να με πάρεις εέκι που πήγες!
-Να σε πάρω, κόρη μου.
-Αν με πάρεις, όλ’ αυτά- και του δείχνει τον ξενώνα- είναι δικά σου.
Πετάγεται τότε κι ο τυφλός:
-Ήμουν κι εγώ μαζί του.
-Μοιραστείτε τα.
Ξεκίνησαν δίπλα στο αυλάκι. Σαν έφτασν και μπήκαν στη λίμνη και στο χρυσό παλάτι, της λέει ο κουτσός:
-Κρύψου σ’ εκείνο το ερμάρι και περίμενε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, βλέπει η κοπέλα τον ολόχρυσο καβαλάρη. Έρχεται, κάθεται στο τραπέζι, τρώει. Πιάνει το ποτήρι. λέει: στην υγειά της αγαπημένης μου γυναίκας που δε με βάσταξε μια βραδιά ακόμα. Κλάψτε πόρτες και παράθυρα και σεις ερμάρια μου. Άρχισαν όλα το κλάμα. Το ερμάρι δεν έκλαιγε, γελούσε.
-Γιατί γελάς; του λέει.
-Γιατί η κυρά μου είναι κρυμμένη πίσω μου.
Παρατηρεί, θωρεί τη γυναίκα του. Εκεί πια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Της λέει:
-Καλή μου, εμένα με κατέχουν δώδεκα νεράιδες. Κι αν σε βρούν εδώ, σε τρώνε.
Μόνο που είναι και στοιχήματα στη μέση. Αν τα κερδίσεις, πάει καλά. Ειδεμή να φύγεις.
-Τι στοιχήματα;
-Είναι μια λίμνη, που πάνε αυτές και λούζονται, γεμάτη λάσπες. Να πας να την καθαρίσεις και να τη ραντίσεις με ροδόσταμο και να κρυφτείς. Αυτές θα έρθουν και θα ρωτήσουνε: «Ποιός μας έκανε αυτή τη χάρη; Να τον ξέραμε, θα του χαρίζαμε το πιο μεγάλο δώρο». Μίλησε τότε συ και πες: «Να μουδ δώσετε το γιο της παπαδιάς μια βραδιά». Αν σου πουν «Νάτος εκεί και πάρε τον», εγώ θα ‘μαι εκεί, θα σε πάρω αμέσως και θα φύγουμε.
Όπως της είπε, έκαμε. Οι νεράιδες ρώτησαν τι χάρη να της κάμουν. Εκέινη είπε:
-Δώστε μου το γιο της παπαδιάς μια βραδιά.
Μα η μικρότερη νεράιδα την πήρε είδηση κι αρνήθηκε:
-Να σου δώσει η μούλα του επισκόπου και να βγάλει τα μάτια σου.
Η κόρη έτρεξε στον άντρα της. εκείνος της είπε:
-Έχεις κι άλλο στοίχημα. Να παστρέψεις το λουτρό τους, που ‘ναι γεμάτο βρωμιές και μετά να κρυφτείς.
Έκανε όπως της είπε. Οι νεράιδες την ερώτησαν:
-Τι θέλεις από μας; Χρυσά θέλεις, χρόνια θέλεις;
-Τίποτα δε θέλω, μόνο το γιο της παπαδιάς για μια βραδιά.
-Να σου δώσει η μούλα του’πισκόπου.
Γύρισε και τα ‘πε πάλι στον άντρα τς.
-Έχεις κι άλλο στοίχημα. Είναι ένας κάμπος γεμάτος αγκάθια. Να τα ξεριζώσεις και να καθαρίσεις τον τόπο. Έκαμε όπως της είπε.
-Θέλω το γιο της παπαδιάς για μια βραδιά.
-Να τον εκεί και πάρε τον, της είπαν οι νεράιδες.
Αμέσως ο καβαλάρης την έπιασε κι έφυγαν στη χώρα τους. Τους άφησα κι εγώ εκεί και ήρθα να σας τα πω.
- Ας ήταν να μέναμε έγκυες και να συμπεθεριάσουμε, να παντρέψουμε τα παιδιά μας ό,τι κι αν βγούνε.
Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, βρίσκονται και οι δυο να περιμένουν μωρό. Σαν ήρθε ο καιρός τους, εγέννησε η βασίλισσα μια κόρη κι η παπαδιά μια βοϊδοκεφαλή. Όταν έγινε δεκαπέντε χρονών η βασιλοπούλα, πήγε στην παπαδιά η βασίλισσα, να συμφωνήσουν πότε θα γίνει ο γάμος. Μα η παπαδιά αρνιόταν να παντρέψει την κεφαλή του βου με τη βασιλοπούλα. Η βασίλισσα επέμεινε να κάνουν ότι είχαν ευχηθεί και τάξει. Κάλεσαν κόσμο από ανατολή και δύση, φέραν νταούλια και ζουρνάδες και τους πάντρεψαν.
Το βράδυ έστρωσαν το νυφικό κρεβάτι. Βάλανε χρυσά καντηλέρια από πάνω κι ασημένια από κάτω. Άφησαν και το τραπέζι στρωμένο και τους κλείσανε την πόρτα. Η κεφαλή του βου κυλούσε όλη τη νύχτα. Η κοπέλα αποκοιμήθηκε. Βγαίνει τότε από την κεφαλή νας άγγελος. Έπιασε κι άλλαξε τα καντηλέρια, τ’ασημένια από πάνω, από κάτω τα χρυσά. Έφαγε, ήπιε και ξαναμπήκε στη βοϊδοκεφαλή. Σηκώνεται η κοπέλα το πουρνό. Συλλογιέται ποιος άλλαξε τα καντηλέρια. Φώναξε την καμαριέρα της και τη ρώτησε.
-Μήτε κανένας μπήκε μήτε κανένας βγήκε, της λέει εκείνη. Απόψε που θα ξαπλώσεις, να κάνεις πως ροχαλίζεις, κι ό, τι γίνει θα το δείς.
Έτσι κι έγινε. Ο άγγελος έκανε τα ίδια. Έφαγε, άλλαξε τη θέση των καντηλεριών. Στο τέλος πήγε να ξεσκεπάσει τη γυναίκα του, να δει αν κοιμάται. Τότε η κοπέλα τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.
-Άσε με και θα με χάσεις, της λέει εκείνος.
Όσο την παρακαλούσε πιότερο τον έσφιγγε εκείνη. Με τα πολλά όμως, τον άφησε. Της λέει:
- Σε δέκα μέρες, θα σε καλέσουν σε γάμο. Να πας. Στο χορό θα σε τραβήξουν να χορέψεις, μα να μη βγείς.
Θα έρθω εγώ σαν μαυροφόρος καβαλάρης. Θα σου πω:
-Ορίστε, κυρία, να χορέψουμε. Να βγεις. Θ’ ακούσεις τότε τις άλλες να λένε: «Είναι ο φίλος της». Μα εσύ να μη μιλήσεις γιατί με χάνεις.
Σε δέκα μέρες μαζεύτηκαν βασιλιάδες και βασίλισσες, λαούτα και ζουρνάδες κι έγινε χορός. Η κόρη χόρεψε μόνο με το μαυροφόρο καβαλάρη.
Οι γυναίκες έλεγαν:
-Η κόρη της βασίλισσας έκανε φίλο.
Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε, σιώπησε. Με τη δύση του ήλιου γύρισαν όλοι στα σπίτια τους. Πήγε κι η βασιλοπούλα στο δικό της. Τη νύχτα ο βοϊδοκέφαλος της είπε:
-Πάλι σε δέκα μέρες θα γίνει γάμος και χορός. Πάλι δε θα χορέψεις με κανένα. Και θα ‘ρθω εγώ στα κόκκινα ντυμένος, με κόκκινο άλογο. Θα σε ζητήσω να ‘ρθεις να χορέψεις και συ θα βγείς. Θα πουν πως έχεις φίλο και συ να μην απολογηθείς.
Έτσι έγινε. Στο σπίτι το βράδυ ο βοϊδοκέφαλος άγγελος της είπε για νέο χορό:
-Θα ‘ρθω σαν λευκοφόρος καβαλάρης. Θα βγείς μαζί μου να χορέψεις. Τούτη τη φορά θα σε κατηγορήσει κι η μάνα σου. Και συ δε θα με μολογήσεις. Αν με μολογήσεις, θα γίνω ένας μαύρος αετός. Και πού θα πας να με γυρεύεις; Στ’ αγριολάονα;
Έτσι κι έγινε. Μα η κόρη δεν άντεξε και το μολόγησε:
-Ο άντρας μου είναι!
Κι ο ασπροντυμένος καβαλάρης έγινε ένας μαύρος αετός, που ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς. Κλάματα, σκοτώματα η βασίλισσα κι η παπαδιά. Η κοπελούδα ντύθηκε στα μαύρα.
Ύστερα από πολύ καιρό, λέει η κόρη στο βασιλιά πατέρα της:
-Πατέρα, μόνο ένα θέλω από σένα. Να μου χτίσεις ένα λουτρό κι ένα ξενοδοχείο. Κι όποιος έρχεται, να με πληρώνει μ’ ένα μύθο και να πηγαίνει στη δουλειά του. Ο πατέρας της λυπήθηκε και της έφτασε ό,τι του ζήτησε. Όποιος ερχόταν στο ξενοδοχείο της βασιλοκόρης, έτρωγε, έπινε και για πλερωμή της έλεγε ένα μύθο. Περνούσε ο καιρός.
Μια μέρα έφθασε στα μέρη εκείνα ένας γέρος κουτσός παρέα μ’ ένα γέρο στραβό. Κρατούσαν κι ένα παξιμάδι. Καθώς περνούσαν δίπλα στο αυλάκι, τους έπεσε το παξιμάδι. Λέει ο κουτσός στον τυφλό.
-Μείνε συ δαμαί κι εγώ θα πάω να βρω το παξιμάδι.
Έλαμνε, πήγαινε δίπλα στ’ αυλακι ο κουτσός, φθάνει σε μια λίμνη. Έτρεχε μέσα το νερό και γινόταν χρυσάφι. Βλέπει μια σκάλα, λέει:
-Θα κατέβω μέσα να δω και ο Θεός βοηθός.
Κατεβαίνει κάτω, βλέπει κρεβάτια, έπιπλα, όλα χρυσά, ακόμη και τα παλούκια. Βλέπει και καμπόσες κατσαρόλες να ζεσταίνουν μόνες τους φαγητά. Λέει ο γέρος:
-Θα γεμίσω το ταγάρι μου φαΐ και ο Θεός βοηθός.
Πάει να σηκώσει ένα καπάκι, σηκώνονται όλα τα καπάκια κι αρχίζουν να τον κτυπούν στο κεφάλι και να του λένε:
-Ο αφεντης δεν ήρθε ακόμα να φάει και συ τόλμησες ν’ ανοίξεις τις κατσαρόλες;
Λέει ο γέρος:
-Θα κρυφτώ κάτω από την ντουλάπα, να δω ποιος είναι ο αφέντης τους.
Σε λίγο βλέπει έναν άνθρωπο πάνω σε μαύρο άλογο. Μπήκε μέσα στη λίμνη και έγινε ολόχρυσος. Κατόπιν κάθιε να φάει. Με τρείς πιρουνιές έφαγε όλο το φαΐ. Μετά πιάνει το ποτήρι να πιει κρασί και λέει:
-Στην υγειά της αγαπημένης μου γυναίκας, που δε με άντεξε άλλη μια βραδιά. Κλα΄ψετε πόρτες και παράθυρα, κλάψετε ερμάρια μου!
Όλα άρχισαν το κλάμα. Ύστερα έφυγε ο χρυσός καβαλάρης. Ο γέρος γέμισε το ταγάρι του. Πάει, βρίσκει το στραβό, του λέει:
-Έλα να φάμε.
-Πού τα ηύρες όλα αυτά;
-Φάε κι έννοια σου.
Μετά πήγαν στο ξενοδοχείο της βασιλοπούλας.
Λούστηκαν, ξεκουράστηκαν.
Τη νύχτα, τους λέει εκείνη:
-Να μου πείτε τώρα ένα μύθο.
-Εμείς, κορούλα μου, μύθο δεν ξέρουμε.
-Παππού, εγέρασες και μύθο δεν έμαθες;
-Καλά, να σου πω αυτό που είδα σήμερα. Μύθος είναι κι αυτό.
Και λέει στη βασιλοπούλα όλα όσα είδε κι άκουσε το πρωί στη λίμνη. Μόλις τελείωσε, του λέει η κοπέλα:
-Θέλω να με πάρεις εέκι που πήγες!
-Να σε πάρω, κόρη μου.
-Αν με πάρεις, όλ’ αυτά- και του δείχνει τον ξενώνα- είναι δικά σου.
Πετάγεται τότε κι ο τυφλός:
-Ήμουν κι εγώ μαζί του.
-Μοιραστείτε τα.
Ξεκίνησαν δίπλα στο αυλάκι. Σαν έφτασν και μπήκαν στη λίμνη και στο χρυσό παλάτι, της λέει ο κουτσός:
-Κρύψου σ’ εκείνο το ερμάρι και περίμενε.
Δεν πέρασε πολλή ώρα, βλέπει η κοπέλα τον ολόχρυσο καβαλάρη. Έρχεται, κάθεται στο τραπέζι, τρώει. Πιάνει το ποτήρι. λέει: στην υγειά της αγαπημένης μου γυναίκας που δε με βάσταξε μια βραδιά ακόμα. Κλάψτε πόρτες και παράθυρα και σεις ερμάρια μου. Άρχισαν όλα το κλάμα. Το ερμάρι δεν έκλαιγε, γελούσε.
-Γιατί γελάς; του λέει.
-Γιατί η κυρά μου είναι κρυμμένη πίσω μου.
Παρατηρεί, θωρεί τη γυναίκα του. Εκεί πια αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Της λέει:
-Καλή μου, εμένα με κατέχουν δώδεκα νεράιδες. Κι αν σε βρούν εδώ, σε τρώνε.
Μόνο που είναι και στοιχήματα στη μέση. Αν τα κερδίσεις, πάει καλά. Ειδεμή να φύγεις.
-Τι στοιχήματα;
-Είναι μια λίμνη, που πάνε αυτές και λούζονται, γεμάτη λάσπες. Να πας να την καθαρίσεις και να τη ραντίσεις με ροδόσταμο και να κρυφτείς. Αυτές θα έρθουν και θα ρωτήσουνε: «Ποιός μας έκανε αυτή τη χάρη; Να τον ξέραμε, θα του χαρίζαμε το πιο μεγάλο δώρο». Μίλησε τότε συ και πες: «Να μουδ δώσετε το γιο της παπαδιάς μια βραδιά». Αν σου πουν «Νάτος εκεί και πάρε τον», εγώ θα ‘μαι εκεί, θα σε πάρω αμέσως και θα φύγουμε.
Όπως της είπε, έκαμε. Οι νεράιδες ρώτησαν τι χάρη να της κάμουν. Εκέινη είπε:
-Δώστε μου το γιο της παπαδιάς μια βραδιά.
Μα η μικρότερη νεράιδα την πήρε είδηση κι αρνήθηκε:
-Να σου δώσει η μούλα του επισκόπου και να βγάλει τα μάτια σου.
Η κόρη έτρεξε στον άντρα της. εκείνος της είπε:
-Έχεις κι άλλο στοίχημα. Να παστρέψεις το λουτρό τους, που ‘ναι γεμάτο βρωμιές και μετά να κρυφτείς.
Έκανε όπως της είπε. Οι νεράιδες την ερώτησαν:
-Τι θέλεις από μας; Χρυσά θέλεις, χρόνια θέλεις;
-Τίποτα δε θέλω, μόνο το γιο της παπαδιάς για μια βραδιά.
-Να σου δώσει η μούλα του’πισκόπου.
Γύρισε και τα ‘πε πάλι στον άντρα τς.
-Έχεις κι άλλο στοίχημα. Είναι ένας κάμπος γεμάτος αγκάθια. Να τα ξεριζώσεις και να καθαρίσεις τον τόπο. Έκαμε όπως της είπε.
-Θέλω το γιο της παπαδιάς για μια βραδιά.
-Να τον εκεί και πάρε τον, της είπαν οι νεράιδες.
Αμέσως ο καβαλάρης την έπιασε κι έφυγαν στη χώρα τους. Τους άφησα κι εγώ εκεί και ήρθα να σας τα πω.
Κωστής Κυριακίδης, Παραμύθια της Κύπρου, Νέοι Ακρίτες,