Η ΓΑΡΥΦΑΛΙΑ – Χαράλαμπος Επαμεινώνδας
Η ιστορία της Γαρυφαλιάς είναι πέρα για πέρα πραγματική. Στην αρχή, τραγουδήθηκε. Αυτό το τραγούδι, το ‘λεγε η γιαγιά στα εγγονάκια. Στο σπίτι μας το λέγαμε πολύ συχνά. Είναι από τα πρώτα που έμαθε να τραγουδά ο Μανουήλ κι η Ελενούλα μας.
Μια μέρα, ήρθε στο σπίτι μας μια φίλη από το εξωτερικό. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τους έλεγε τραγούδια. Έν’ απ’ αυτά, το ωραιότερο, έλεγε: Πόσο μ’ αρέσουν οι καραμελλίτσες, ήθελα να ‘χω δέκα σακουλίτσες... Ήταν τόσο εύρυθμο και εύηχο αυτό το τραγούδι, που σε λίγες μέρες το ‘μαθαν και το τραγουδούσαν όλοι στο σπίτι μηδέ της γιαγιάς εξαιρουμένης.
Και φυσικά όλοι ξεχάσαμε τη Γαρυφαλιά.
Μια μέρα, που το συλλογίστηκα, ανησύχησα. Λέγω, τι κάνουμε τώρα; κι εκάθησα κι έγραψα το τραγούδι της Γαρυφαλιάς. Ιστόρησα συνάμα κάτι ζωγραφιές κι ένα παραμύθι και τα ταίριαξα συναμεταξύ τους. Και τότε ησύχασα μάλιστα, εχάρηκα.
Έτσι σας παραδίδω την ιστορία της Γαρυφαλιάς που έγινε τραγούδι και παραμύθι και ζωγραφιά. Αν κι εσείς χαρείτε μ’ αυτή, θα ‘ναι η χαρά μου ολοκληρωμένη.
Χαράλαμπος
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα φτωχό ανδρόγυνο. Δουλεύοντας από κει, δουλεύοντας από δω, τα βόλευαν με το ψωμί, με τις ελιές και με τις προσευχές. Έκαμαν κι ένα κορίτσι που το ονομάτησαν Καλομοίρα, ίσως αλλάξει, λέγανε, τη μοίρα τους. Μα όσο την εφώναζαν Καλομοίρα, κακομοίρα εγινότανε. Χαΐρι δεν έβλεπε και προκοπή δε θωρούσε. Χρυσό έπιανε, κάρβουνο γινότανε. Τεμπέλα ήτανε κι ακουμάνταρη. Ολοένα με τα λουλούδια μιλούσε και με τα πουλιά τραγουδούσε. Άλλο τίποτα, μήτε δουλειά, μήτε μιλιά.
Μια μέρα, ένα πουλλάκι την επερίπεζε μ’ αυτό το τραγούδι.
Καλομοίρα, καλομοίρα
τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα
δούλεψε να βρείς τη μοίρα.
Η κοπέλα άκουσε παραξενεμένη το τραγούδι και της άρεσε, μα δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει το πουλάκι. Μια μέρα η νούννα της, της εχάρισε μια γαρυφλιά, μιας και αγαπούσε τόσο τα λουλούδια. Την εφύτεψε σε μιαν όμορφη γλάστρα και την είχε μεγάλη αγάπη αυτή τη γαρυφαλιά. Τόσο πολύ την αγάπα, που κανείς πλέον δεν τη φώναζε Καλομοίρα, μα Γαρουφαλιά. Την επότιζε λοιπόν και της ομιλούσε, την εντάντευε και της ετραγουδούσε. Και κάθε μέρα την ερωτούσε:
- Γαρυφαλιά μου πράσινη, πότε θα κοκκινίσεις;
Απ’ τα πολλά γλυκόλογα κι απ’ τις πολλές αγάπες, μια μέρα, έσκασε ένα μπουμπουκάκι κόκκινο- κόκκινο σαν τη φωτιά. Την άλλη μέρα τινάχτηκε άλλο και την παράλλη άλλο.
Κι έγινε η γαρυφαλιά μας ολόπλουμη, λουλουδιασμένη, χαρά σου να τη θωρείς!
Η Καλομοίρα, που μετονομάσθηκε Γαρυφαλιά, ήταν όλο χαρές κι όλο τραγούδια κι όλο τραγούδια κι όλο καθόταν στο παραθύρι της κι εκαμάρωνε τη γαρυφαλιά της.
Ένα πρωινό στο παράθυρό της κάθησε εκείνο το πουλάκι και την επείπαιζε πάλι:
Καλομοίρα, καλομοίρα τα καλά σου σου τα πήραν. Κακόμοιρα, κακομοίρα δούλεψε να βρείς τη μοίρα.
Της άρεσε το τραγούδι και το ποθλάκι της τόλεγε ξανά και ξανά. Απ’ τα πολλά που τ’ άκουσε σκέφτηκε:
- Δίκιο έχει το πουλί, να κάμω και καμιά δουλειά. Μα τι να κάμω, τι να κάμω... Της ήρθε μια ιδέα.
- - Να κόψω ένα γαρύφαλο, να κάμω φρουκαλίτσα.
Έκοψε λοιπόν ένα μεγάλο γαρύφαλο κ έφτιαξε μια φρουκαλίτσα, μια όμορφη μικ΄ρη σκούπα. Πρώτη φορά έγινε τέτοιοθ είδους σκούπα. Την εκοίταζε με καμάρι και σκεφτότανε. Τι να φρουκαλώ..., τι να φρουκαλώ...,
– Να φρουκαλώ τη θάλασσα να ρέσσουν τα καΐκια.
Ενθουσιασμένη τότε με την ιδέα, έτρεξε στο γιαλό κι έπιασε δουλειά. Μ’ εκείνη την όμορφη φρουκαλίτσα εφρουκαλούσε τη θάλασσα.
Φρουκάλιζε, φρουκάλιζε, με κέφι, με σπουδή. Με αγάπη για τη φρουκαλίτσα και για τη θάλασσα και για τα καΐκια. Κι ημέρευε η θάλασσα μ’ εκείνη τη σκουπίτσα, μ’ εκείνη την αγάπη της κοπέλας κι ερέσσαν τα καΐκια μια χαρά. Θάλασσα είναι όμως κι αναπαμό δεν έχει. Όσο την εφρουκάλιε, καλά, άμα σταματούσε, πάλι ταραχή, τρικυμία και τραμουντάνα. Κουράστηκε η Γαρυφαλιά κι απόκαμε μ’ αυτή τη δουλειά. Έκατσε να ξεκουραστεί κάτω από ένα δέντρο με τηφρουκαλίτσα της αγκαλιά. ΄κουσε πάλι το πουλάκι να λαλεί και να την περιπαίζει:
Καλομοίρα, καλομοίρα, τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα γύρεψε να βρείς τη μοίρα.
Έλαχε τότε ν’ αράξει ένα καράβι στο λιμάνι. Σηκώθηκε η κοπέλα κι ερώτα τον καπετάνιο:
- Πού πάτε καπετάνιε;
- Πάμε στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσουμε το Σταυρό.
- Με παίρνετε κι εμένα;
- Άμα ξέρεις καμιά δουλειά να κάνεις, σε παίρνουμε.
- Έχω μια φρουκαλίτσα κι άμα θέλετε να φρουκαλώ το καΐκι σας;
- Έλα κι εσύ με τη φρουκαλίτσα σου.
Έτσι, έφυγε η κοπέλα μας μ’ εκείνο το καΐκι. Έμπα μέρα- έβγα μέρα, ουρανός και θάλασσα, ήρθε μια μέρα π’ άραξε το καράβι σ’ ένα λιμάνι.
- Πού ήρθαμε ρωτά η Γαρυφαλιά;
- Στου βασιλιά την πόρτα της λέγουν.
Κι άρχισαν ένας- ένας να κατεβαίνουν απ’ το καράβι και να μπαίνουν από μια ωραία πύλη σ’ ένα κάστρο, ένα παλάτι.
Η κοπέλα κάθησε κι εχάζευε το ανάκτορο. Δεν είχε δει ποτέ ως τώρα τέτοιο κάλος, τόσο πλούτο, τέτοια πολυτέλεια.
Οι τοίχοι και τα κεραμύδια του, οι πόρτες και τα παράθυρά του, οι πύργοι και τα μπαλκόνια του, οι γλάστρες με τα λουλούδια τους, ένα θαύμα! Ένας μύθος! Η Γαρυφαλιά έμεινε ξεστηκιά, θαύμασε και ν’ αποθαυμάσεις, ενέβησαν μέσα οι προσκυνητές κι έκλεισε η μεγάλη εκείνη η θύρα του κάστρου. Τι να κάμει και τι να γενεί τώρα; Από τη χαζομάρα και την παλαβομάρα της έμεινε έξω. Εκάθησε κι έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητη. Σε κάποια στιγμή άκουσε το γνωστό της πουλάκι. Εκαθόταν στην κορυφή ενός κυπαρισιού κι ετραγουδούσε.
Καλομοίρα, καλομοίρα
Τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα
σήκω για να βρείς τη μοίρα.
Εσηκώθηκε τότε και τι να δει:
Ο βασιλιάς δεν ήτανε, μονάχα τρείς κοπέλες. Εκάθουνταν κι εκουβέντιαζαν συναμεταξύ τους μπροστά στα σπίτια του βασιλιά, ανάμεσα σε γλάστρες από λουλούδια.
- Που πάεις κορούδα μου, την ερωτούν, έτσι μοναχή σου;
- Δεν έχω που να πάω. Έμεινα μόνη κι έρημη μεσ’ στις στράτες.
- Έλα άμα θέλεις μαζί μας.
- Έρχομαι. Και την επήραν στο σπίτι τους.
- Εμείς, της είπαν, δουλεύουμε, θα δουλεύεις κι εσύ;
- Θα δουλεύω, έχω μια φρουκαλίτσα να φρουκαλώ τα σπίτια σας. Έτσι κι έγινε, μπήκε στην υπηρεσία των τριών αδελφάδων.
Η μεγάλη αδελφή κεντούσε σ’ ένα μεγάλο πανί τον ουρανό με τ’ άστρα. Όταν το είδε η Γαρυφαλιά, αποθαυμάστηκε.
- Θέλω κι εγώ να κεντήσω τον ουρανό.
- Θέλεις, αλλά πρέπει να γίνεις μαθήτρια για ένα χρόνο και μπορεί να μάθεις.
- Να γίνω.
Κι έγινε μαθήτρια. Βοηθούσε και παρακολουθούσε την κεντήστρα κι ότι της έλεγε άκουγε με προσοχή. Της έλεγε ιστορίες κι όλου του κόσμου τις θεωρίες. Τες νύχτες, την έπαιρνε από το χέρι και περιδιάβαιναν τον ουρανό. Έβλεπαν από ‘κεί πάνω τον περασμένο κόσμο και τον μελλούμενο, τον αγγελικό κόσμο, τον απάνω, τον ουράνιο. Ολάκερη πλάση ήταν εκεί πάνω και καλύτερη από την κάτω. Της έλεγε μάλιστα, πως τούτος ο κόσμος είναι αληθινός κι αιώνιος, ο κάτω είναι ψεύτης, απατηλός, προσωρινός.
Η ιστορία της Γαρυφαλιάς είναι πέρα για πέρα πραγματική. Στην αρχή, τραγουδήθηκε. Αυτό το τραγούδι, το ‘λεγε η γιαγιά στα εγγονάκια. Στο σπίτι μας το λέγαμε πολύ συχνά. Είναι από τα πρώτα που έμαθε να τραγουδά ο Μανουήλ κι η Ελενούλα μας.
Μια μέρα, ήρθε στο σπίτι μας μια φίλη από το εξωτερικό. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τους έλεγε τραγούδια. Έν’ απ’ αυτά, το ωραιότερο, έλεγε: Πόσο μ’ αρέσουν οι καραμελλίτσες, ήθελα να ‘χω δέκα σακουλίτσες... Ήταν τόσο εύρυθμο και εύηχο αυτό το τραγούδι, που σε λίγες μέρες το ‘μαθαν και το τραγουδούσαν όλοι στο σπίτι μηδέ της γιαγιάς εξαιρουμένης.
Και φυσικά όλοι ξεχάσαμε τη Γαρυφαλιά.
Μια μέρα, που το συλλογίστηκα, ανησύχησα. Λέγω, τι κάνουμε τώρα; κι εκάθησα κι έγραψα το τραγούδι της Γαρυφαλιάς. Ιστόρησα συνάμα κάτι ζωγραφιές κι ένα παραμύθι και τα ταίριαξα συναμεταξύ τους. Και τότε ησύχασα μάλιστα, εχάρηκα.
Έτσι σας παραδίδω την ιστορία της Γαρυφαλιάς που έγινε τραγούδι και παραμύθι και ζωγραφιά. Αν κι εσείς χαρείτε μ’ αυτή, θα ‘ναι η χαρά μου ολοκληρωμένη.
Χαράλαμπος
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα φτωχό ανδρόγυνο. Δουλεύοντας από κει, δουλεύοντας από δω, τα βόλευαν με το ψωμί, με τις ελιές και με τις προσευχές. Έκαμαν κι ένα κορίτσι που το ονομάτησαν Καλομοίρα, ίσως αλλάξει, λέγανε, τη μοίρα τους. Μα όσο την εφώναζαν Καλομοίρα, κακομοίρα εγινότανε. Χαΐρι δεν έβλεπε και προκοπή δε θωρούσε. Χρυσό έπιανε, κάρβουνο γινότανε. Τεμπέλα ήτανε κι ακουμάνταρη. Ολοένα με τα λουλούδια μιλούσε και με τα πουλιά τραγουδούσε. Άλλο τίποτα, μήτε δουλειά, μήτε μιλιά.
Μια μέρα, ένα πουλλάκι την επερίπεζε μ’ αυτό το τραγούδι.
Καλομοίρα, καλομοίρα
τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα
δούλεψε να βρείς τη μοίρα.
Η κοπέλα άκουσε παραξενεμένη το τραγούδι και της άρεσε, μα δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει το πουλάκι. Μια μέρα η νούννα της, της εχάρισε μια γαρυφλιά, μιας και αγαπούσε τόσο τα λουλούδια. Την εφύτεψε σε μιαν όμορφη γλάστρα και την είχε μεγάλη αγάπη αυτή τη γαρυφαλιά. Τόσο πολύ την αγάπα, που κανείς πλέον δεν τη φώναζε Καλομοίρα, μα Γαρουφαλιά. Την επότιζε λοιπόν και της ομιλούσε, την εντάντευε και της ετραγουδούσε. Και κάθε μέρα την ερωτούσε:
- Γαρυφαλιά μου πράσινη, πότε θα κοκκινίσεις;
Απ’ τα πολλά γλυκόλογα κι απ’ τις πολλές αγάπες, μια μέρα, έσκασε ένα μπουμπουκάκι κόκκινο- κόκκινο σαν τη φωτιά. Την άλλη μέρα τινάχτηκε άλλο και την παράλλη άλλο.
Κι έγινε η γαρυφαλιά μας ολόπλουμη, λουλουδιασμένη, χαρά σου να τη θωρείς!
Η Καλομοίρα, που μετονομάσθηκε Γαρυφαλιά, ήταν όλο χαρές κι όλο τραγούδια κι όλο τραγούδια κι όλο καθόταν στο παραθύρι της κι εκαμάρωνε τη γαρυφαλιά της.
Ένα πρωινό στο παράθυρό της κάθησε εκείνο το πουλάκι και την επείπαιζε πάλι:
Καλομοίρα, καλομοίρα τα καλά σου σου τα πήραν. Κακόμοιρα, κακομοίρα δούλεψε να βρείς τη μοίρα.
Της άρεσε το τραγούδι και το ποθλάκι της τόλεγε ξανά και ξανά. Απ’ τα πολλά που τ’ άκουσε σκέφτηκε:
- Δίκιο έχει το πουλί, να κάμω και καμιά δουλειά. Μα τι να κάμω, τι να κάμω... Της ήρθε μια ιδέα.
- - Να κόψω ένα γαρύφαλο, να κάμω φρουκαλίτσα.
Έκοψε λοιπόν ένα μεγάλο γαρύφαλο κ έφτιαξε μια φρουκαλίτσα, μια όμορφη μικ΄ρη σκούπα. Πρώτη φορά έγινε τέτοιοθ είδους σκούπα. Την εκοίταζε με καμάρι και σκεφτότανε. Τι να φρουκαλώ..., τι να φρουκαλώ...,
– Να φρουκαλώ τη θάλασσα να ρέσσουν τα καΐκια.
Ενθουσιασμένη τότε με την ιδέα, έτρεξε στο γιαλό κι έπιασε δουλειά. Μ’ εκείνη την όμορφη φρουκαλίτσα εφρουκαλούσε τη θάλασσα.
Φρουκάλιζε, φρουκάλιζε, με κέφι, με σπουδή. Με αγάπη για τη φρουκαλίτσα και για τη θάλασσα και για τα καΐκια. Κι ημέρευε η θάλασσα μ’ εκείνη τη σκουπίτσα, μ’ εκείνη την αγάπη της κοπέλας κι ερέσσαν τα καΐκια μια χαρά. Θάλασσα είναι όμως κι αναπαμό δεν έχει. Όσο την εφρουκάλιε, καλά, άμα σταματούσε, πάλι ταραχή, τρικυμία και τραμουντάνα. Κουράστηκε η Γαρυφαλιά κι απόκαμε μ’ αυτή τη δουλειά. Έκατσε να ξεκουραστεί κάτω από ένα δέντρο με τηφρουκαλίτσα της αγκαλιά. ΄κουσε πάλι το πουλάκι να λαλεί και να την περιπαίζει:
Καλομοίρα, καλομοίρα, τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα γύρεψε να βρείς τη μοίρα.
Έλαχε τότε ν’ αράξει ένα καράβι στο λιμάνι. Σηκώθηκε η κοπέλα κι ερώτα τον καπετάνιο:
- Πού πάτε καπετάνιε;
- Πάμε στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσουμε το Σταυρό.
- Με παίρνετε κι εμένα;
- Άμα ξέρεις καμιά δουλειά να κάνεις, σε παίρνουμε.
- Έχω μια φρουκαλίτσα κι άμα θέλετε να φρουκαλώ το καΐκι σας;
- Έλα κι εσύ με τη φρουκαλίτσα σου.
Έτσι, έφυγε η κοπέλα μας μ’ εκείνο το καΐκι. Έμπα μέρα- έβγα μέρα, ουρανός και θάλασσα, ήρθε μια μέρα π’ άραξε το καράβι σ’ ένα λιμάνι.
- Πού ήρθαμε ρωτά η Γαρυφαλιά;
- Στου βασιλιά την πόρτα της λέγουν.
Κι άρχισαν ένας- ένας να κατεβαίνουν απ’ το καράβι και να μπαίνουν από μια ωραία πύλη σ’ ένα κάστρο, ένα παλάτι.
Η κοπέλα κάθησε κι εχάζευε το ανάκτορο. Δεν είχε δει ποτέ ως τώρα τέτοιο κάλος, τόσο πλούτο, τέτοια πολυτέλεια.
Οι τοίχοι και τα κεραμύδια του, οι πόρτες και τα παράθυρά του, οι πύργοι και τα μπαλκόνια του, οι γλάστρες με τα λουλούδια τους, ένα θαύμα! Ένας μύθος! Η Γαρυφαλιά έμεινε ξεστηκιά, θαύμασε και ν’ αποθαυμάσεις, ενέβησαν μέσα οι προσκυνητές κι έκλεισε η μεγάλη εκείνη η θύρα του κάστρου. Τι να κάμει και τι να γενεί τώρα; Από τη χαζομάρα και την παλαβομάρα της έμεινε έξω. Εκάθησε κι έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητη. Σε κάποια στιγμή άκουσε το γνωστό της πουλάκι. Εκαθόταν στην κορυφή ενός κυπαρισιού κι ετραγουδούσε.
Καλομοίρα, καλομοίρα
Τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα
σήκω για να βρείς τη μοίρα.
Εσηκώθηκε τότε και τι να δει:
Ο βασιλιάς δεν ήτανε, μονάχα τρείς κοπέλες. Εκάθουνταν κι εκουβέντιαζαν συναμεταξύ τους μπροστά στα σπίτια του βασιλιά, ανάμεσα σε γλάστρες από λουλούδια.
- Που πάεις κορούδα μου, την ερωτούν, έτσι μοναχή σου;
- Δεν έχω που να πάω. Έμεινα μόνη κι έρημη μεσ’ στις στράτες.
- Έλα άμα θέλεις μαζί μας.
- Έρχομαι. Και την επήραν στο σπίτι τους.
- Εμείς, της είπαν, δουλεύουμε, θα δουλεύεις κι εσύ;
- Θα δουλεύω, έχω μια φρουκαλίτσα να φρουκαλώ τα σπίτια σας. Έτσι κι έγινε, μπήκε στην υπηρεσία των τριών αδελφάδων.
Η μεγάλη αδελφή κεντούσε σ’ ένα μεγάλο πανί τον ουρανό με τ’ άστρα. Όταν το είδε η Γαρυφαλιά, αποθαυμάστηκε.
- Θέλω κι εγώ να κεντήσω τον ουρανό.
- Θέλεις, αλλά πρέπει να γίνεις μαθήτρια για ένα χρόνο και μπορεί να μάθεις.
- Να γίνω.
Κι έγινε μαθήτρια. Βοηθούσε και παρακολουθούσε την κεντήστρα κι ότι της έλεγε άκουγε με προσοχή. Της έλεγε ιστορίες κι όλου του κόσμου τις θεωρίες. Τες νύχτες, την έπαιρνε από το χέρι και περιδιάβαιναν τον ουρανό. Έβλεπαν από ‘κεί πάνω τον περασμένο κόσμο και τον μελλούμενο, τον αγγελικό κόσμο, τον απάνω, τον ουράνιο. Ολάκερη πλάση ήταν εκεί πάνω και καλύτερη από την κάτω. Της έλεγε μάλιστα, πως τούτος ο κόσμος είναι αληθινός κι αιώνιος, ο κάτω είναι ψεύτης, απατηλός, προσωρινός.
Ο χρόνος πέρασε κι η Γαρυφαλιά πήγε στη δεύτερη αδελφή. Αυτή κεντούσε το φεγγάρι.Ένα όμορφο φεγγάρι! Πανσέληνο, με τα φρύδια του, τα μάγουλα και τα χείλια του. Να σου μιλήσει ήθελε.
Εθαύμασε η Γαρυφαλιά και της λέγει:
- Θα ήθελα κι εγώ να κεντήσω το φεγγάρι.
- Έ, να γίνεις μαθήτρια για ένα χρόνο και βλέπουμε. Μπορεί να μάθεις.
Έτσι έγινε και σ’ αυτήν μαθήτρια. Όλη την ημέρα κεντούσαν και για να περνα΄η ώρα ευχάριστα της έλεγε η κεντήτρια μύθους και παραμύθια και παραβολές. Τη νύχτα, όταν έβγαινε το φεγγάρι, παραιτούσαν το κέντημα κι έβγαιναν στον περίπατο, πότε στο δάσος και πότε στην ακροθαλασσιά. Στην ησυχία της νύχτας θωρούσαν το φεγγάρι που καθρεφτιζότανε στις λίμνες και λουζόταν στις θάλασσες και κρυβότανε μες τ’ αγγαλιασμένα σύννεφα και μες τα σκοτεινά πηγάδια.
Εθαύμασε η Γαρυφαλιά και της λέγει:
- Θα ήθελα κι εγώ να κεντήσω το φεγγάρι.
- Έ, να γίνεις μαθήτρια για ένα χρόνο και βλέπουμε. Μπορεί να μάθεις.
Έτσι έγινε και σ’ αυτήν μαθήτρια. Όλη την ημέρα κεντούσαν και για να περνα΄η ώρα ευχάριστα της έλεγε η κεντήτρια μύθους και παραμύθια και παραβολές. Τη νύχτα, όταν έβγαινε το φεγγάρι, παραιτούσαν το κέντημα κι έβγαιναν στον περίπατο, πότε στο δάσος και πότε στην ακροθαλασσιά. Στην ησυχία της νύχτας θωρούσαν το φεγγάρι που καθρεφτιζότανε στις λίμνες και λουζόταν στις θάλασσες και κρυβότανε μες τ’ αγγαλιασμένα σύννεφα και μες τα σκοτεινά πηγάδια.
Πέρασε έτσι κι αυτός ο χρόνος και πήγε στην Τρίτη αδελφή, τη μικρότερη. Αυτή κεντούσε ένα μαξιλάρι με πολύχρωμες κλωστές και ποικίλα σχέδια και πλουμίδια.
- Τι ωραίο μαξιλάρι! Θα με μάθεις κι εμένα να κεντάω μαξιλάρια;
- Θα σε μάθω, κάθησε κανένα χρόνο κι αν μάθεις έμαθες.
Εκάθησε λοιπόν η Γαρυφαλιά με τη μικρή αδελφή κι επλουμίζαν το μαξιλάρι. Καθώς εκεντούσαν, η κοπέλα έλεγε ποιήματα, τραγούδια και προσευχές. Κάθε τόσο, άφηναν το κέντημα κι έβγαιναν στον κήπο να σκαλίσουν, να ποτίσουν και να ξεχορτίσουν, να μαζέζουν λαχανικά να μαγειρέψουν και φορύτα νάχουν στην φρουτιέρα για τους ξένους. Ακόμα να φέρουν νερό της πηγής με τη στάμνα, νάχουν για τους περαστικούς.
Να μη τα πολυλογούμε, τελείωσε κι ο τρίτος χρόνος κι η Γαρυφαλιά μας έμαθε και των τριών αδελφών τις δουλειές και τα εργόχειρα, τους λόγους και τους τρόπους και τα μυστικά. Έμαθε ακόμη τες ιστορίες της πρώτης, τα παραμύθια της δεύτερης και τα τραγούδια της τρίτης.
Μια μέρα, έλαχε να βρίσκεται στο σπίτι μοναχή της και να κεντά ένα μαξιλάρι. Κτύπησε η πόρτα και σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Έξω στεκόταν ένας όμορφος νέος ντυμένος με ωραία ρούχα. Εφαινόταν πολύ κουρασμένος και ζαλισμένος, απ΄την οδοιπορία ίσως.
- Έλα μέσα, του λέγει η Γαρυφαλιά, έλα μέσα.
- Είμαι πολύ κουρασμένος. Αν έχεις λίγο τόπο, να μείνω να ξαποστάσω.
Έχω, έχω, έλα μέσα. Εχάρηκε πολύ με τον αναπάντεχο, εκλεκτό ξένο, δεν ήξερετι να του πρωτοπροσφέρει.
- Θα ήθελες ν’ ακούσεις μια αληθινή ιστορία; του λέει.
- Ευχαρίστως, είπε ο ξένος.
Κι άρχισε να του λέει τη μια ιστορία μετά την άλλη... κι απάνω στη διήγηση τον επήρε από το χέρι κι ανέβησαν στες φτερούγες του ανέμου και βρέθηκαν στον ουρανό. Είδε κι εθαύμασε ο ξένος. Η Γαρυφαλιά χαρούμενη τον ερωτά:
- Τώρα ξεκουράστηκες καλέ μου ξένε;
- Όχι, της λέει ο ξένος, δεν αναπαύτηκα.
- Κάθησε τότε να σου πώ ένα παραμύθι. Τον πήρε από το χέρι και περπάτησαν το βράδυ στα δάση και στις ακροθαλασσιές, στο φώς του φεγγαριού. Είδε κι εμαγεύτηκε ο εκλεκτός ξένος.
Η κοπέλα χάρηκε και τον ερώτησε πάλι αν ξεκουράστηκε. Αυτός απάντησε:
- Σπάνια και σπουδαία και υπέροχα κι ωραία είναι όλ’ αυτά, μα είμαι κουρασμένος, πεινώ κιόλας.
- Πεινάς, ψυχούλα μου; Κι έστρωσε μάνι- μάνι τραπέζι κι ευφράνθηκαν.
Ύστερα ο ξένος έγυρε σ’ ένα ντιβάνι. Τού βαλε μάλιστα για προσκέφαλο εκείνο το μαξιλάρι που κεντούσε η ίδια. Κι είχε σ’ αυτό κεντήσει σχέδια ξώπρωτα, τη γή με τα λουλούδια της, τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο, την πανσέληνο, το όρη με τα δέντρα, τη θάλασσα με τα ψάρια της και με τα κύματα της.
Σ’ αυτό το μαξιλάρι εξάπλωσε ο ωραίος ξένος. Τον ερώτησε τότε χαρούμενη:
- Και τώρα ξεκουράστηκες, καλέ μου ξένε;
Μα δεν επήρε απάντηση, γιατί μόλις έγυρε ο βασιλιάς τ’ ωραίο κεφαλάκι του στ’ ωραίο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε γλυκά.
Η Καλομοίρα εχάρηκε τότε κι ευχαριστημένη σιγοτραγουδούσε κι έλεγε αυτό το τραγούδι:
Γαρυφαλιά μου πράσινη,
Πότε θα κοκκινίσεις,
να κόψω ένα γαρύφαλλο,
να κάμω φρουκαλίτσα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα,
να ρέσσουν τα καΐκια.
Κι ένα καΐκι πέρασε
του βασιλιά την πόρτα
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε
μονάχα τρείς κοπέλες.
Η μια κεντούσε ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι
κι η Τρίτη, η μικρότερη,
κεντούσε μαξιλάρι,
να πέφτει πάνω ο βασιλιάς,
να του περνά η ζάλη.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...
- Τι ωραίο μαξιλάρι! Θα με μάθεις κι εμένα να κεντάω μαξιλάρια;
- Θα σε μάθω, κάθησε κανένα χρόνο κι αν μάθεις έμαθες.
Εκάθησε λοιπόν η Γαρυφαλιά με τη μικρή αδελφή κι επλουμίζαν το μαξιλάρι. Καθώς εκεντούσαν, η κοπέλα έλεγε ποιήματα, τραγούδια και προσευχές. Κάθε τόσο, άφηναν το κέντημα κι έβγαιναν στον κήπο να σκαλίσουν, να ποτίσουν και να ξεχορτίσουν, να μαζέζουν λαχανικά να μαγειρέψουν και φορύτα νάχουν στην φρουτιέρα για τους ξένους. Ακόμα να φέρουν νερό της πηγής με τη στάμνα, νάχουν για τους περαστικούς.
Να μη τα πολυλογούμε, τελείωσε κι ο τρίτος χρόνος κι η Γαρυφαλιά μας έμαθε και των τριών αδελφών τις δουλειές και τα εργόχειρα, τους λόγους και τους τρόπους και τα μυστικά. Έμαθε ακόμη τες ιστορίες της πρώτης, τα παραμύθια της δεύτερης και τα τραγούδια της τρίτης.
Μια μέρα, έλαχε να βρίσκεται στο σπίτι μοναχή της και να κεντά ένα μαξιλάρι. Κτύπησε η πόρτα και σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Έξω στεκόταν ένας όμορφος νέος ντυμένος με ωραία ρούχα. Εφαινόταν πολύ κουρασμένος και ζαλισμένος, απ΄την οδοιπορία ίσως.
- Έλα μέσα, του λέγει η Γαρυφαλιά, έλα μέσα.
- Είμαι πολύ κουρασμένος. Αν έχεις λίγο τόπο, να μείνω να ξαποστάσω.
Έχω, έχω, έλα μέσα. Εχάρηκε πολύ με τον αναπάντεχο, εκλεκτό ξένο, δεν ήξερετι να του πρωτοπροσφέρει.
- Θα ήθελες ν’ ακούσεις μια αληθινή ιστορία; του λέει.
- Ευχαρίστως, είπε ο ξένος.
Κι άρχισε να του λέει τη μια ιστορία μετά την άλλη... κι απάνω στη διήγηση τον επήρε από το χέρι κι ανέβησαν στες φτερούγες του ανέμου και βρέθηκαν στον ουρανό. Είδε κι εθαύμασε ο ξένος. Η Γαρυφαλιά χαρούμενη τον ερωτά:
- Τώρα ξεκουράστηκες καλέ μου ξένε;
- Όχι, της λέει ο ξένος, δεν αναπαύτηκα.
- Κάθησε τότε να σου πώ ένα παραμύθι. Τον πήρε από το χέρι και περπάτησαν το βράδυ στα δάση και στις ακροθαλασσιές, στο φώς του φεγγαριού. Είδε κι εμαγεύτηκε ο εκλεκτός ξένος.
Η κοπέλα χάρηκε και τον ερώτησε πάλι αν ξεκουράστηκε. Αυτός απάντησε:
- Σπάνια και σπουδαία και υπέροχα κι ωραία είναι όλ’ αυτά, μα είμαι κουρασμένος, πεινώ κιόλας.
- Πεινάς, ψυχούλα μου; Κι έστρωσε μάνι- μάνι τραπέζι κι ευφράνθηκαν.
Ύστερα ο ξένος έγυρε σ’ ένα ντιβάνι. Τού βαλε μάλιστα για προσκέφαλο εκείνο το μαξιλάρι που κεντούσε η ίδια. Κι είχε σ’ αυτό κεντήσει σχέδια ξώπρωτα, τη γή με τα λουλούδια της, τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο, την πανσέληνο, το όρη με τα δέντρα, τη θάλασσα με τα ψάρια της και με τα κύματα της.
Σ’ αυτό το μαξιλάρι εξάπλωσε ο ωραίος ξένος. Τον ερώτησε τότε χαρούμενη:
- Και τώρα ξεκουράστηκες, καλέ μου ξένε;
Μα δεν επήρε απάντηση, γιατί μόλις έγυρε ο βασιλιάς τ’ ωραίο κεφαλάκι του στ’ ωραίο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε γλυκά.
Η Καλομοίρα εχάρηκε τότε κι ευχαριστημένη σιγοτραγουδούσε κι έλεγε αυτό το τραγούδι:
Γαρυφαλιά μου πράσινη,
Πότε θα κοκκινίσεις,
να κόψω ένα γαρύφαλλο,
να κάμω φρουκαλίτσα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα,
να ρέσσουν τα καΐκια.
Κι ένα καΐκι πέρασε
του βασιλιά την πόρτα
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε
μονάχα τρείς κοπέλες.
Η μια κεντούσε ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι
κι η Τρίτη, η μικρότερη,
κεντούσε μαξιλάρι,
να πέφτει πάνω ο βασιλιάς,
να του περνά η ζάλη.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...
Πέρασε έτσι κι αυτός ο χρόνος και πήγε στην Τρίτη αδελφή, τη μικρότερη. Αυτή κεντούσε ένα μαξιλάρι με πολύχρωμες κλωστές και ποικίλα σχέδια και πλουμίδια.
- Τι ωραίο μαξιλάρι! Θα με μάθεις κι εμένα να κεντάω μαξιλάρια;
- Θα σε μάθω, κάθησε κανένα χρόνο κι αν μάθεις έμαθες.
Εκάθησε λοιπόν η Γαρυφαλιά με τη μικρή αδελφή κι επλουμίζαν το μαξιλάρι. Καθώς εκεντούσαν, η κοπέλα έλεγε ποιήματα, τραγούδια και προσευχές. Κάθε τόσο, άφηναν το κέντημα κι έβγαιναν στον κήπο να σκαλίσουν, να ποτίσουν και να ξεχορτίσουν, να μαζέζουν λαχανικά να μαγειρέψουν και φορύτα νάχουν στην φρουτιέρα για τους ξένους. Ακόμα να φέρουν νερό της πηγής με τη στάμνα, νάχουν για τους περαστικούς.
Να μη τα πολυλογούμε, τελείωσε κι ο τρίτος χρόνος κι η Γαρυφαλιά μας έμαθε και των τριών αδελφών τις δουλειές και τα εργόχειρα, τους λόγους και τους τρόπους και τα μυστικά. Έμαθε ακόμη τες ιστορίες της πρώτης, τα παραμύθια της δεύτερης και τα τραγούδια της τρίτης.
Μια μέρα, έλαχε να βρίσκεται στο σπίτι μοναχή της και να κεντά ένα μαξιλάρι. Κτύπησε η πόρτα και σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Έξω στεκόταν ένας όμορφος νέος ντυμένος με ωραία ρούχα. Εφαινόταν πολύ κουρασμένος και ζαλισμένος, απ΄την οδοιπορία ίσως.
- Έλα μέσα, του λέγει η Γαρυφαλιά, έλα μέσα.
- Είμαι πολύ κουρασμένος. Αν έχεις λίγο τόπο, να μείνω να ξαποστάσω.
Έχω, έχω, έλα μέσα. Εχάρηκε πολύ με τον αναπάντεχο, εκλεκτό ξένο, δεν ήξερετι να του πρωτοπροσφέρει.
- Θα ήθελες ν’ ακούσεις μια αληθινή ιστορία; του λέει.
- Ευχαρίστως, είπε ο ξένος.
Κι άρχισε να του λέει τη μια ιστορία μετά την άλλη... κι απάνω στη διήγηση τον επήρε από το χέρι κι ανέβησαν στες φτερούγες του ανέμου και βρέθηκαν στον ουρανό. Είδε κι εθαύμασε ο ξένος. Η Γαρυφαλιά χαρούμενη τον ερωτά:
- Τώρα ξεκουράστηκες καλέ μου ξένε;
- Όχι, της λέει ο ξένος, δεν αναπαύτηκα.
- Κάθησε τότε να σου πώ ένα παραμύθι. Τον πήρε από το χέρι και περπάτησαν το βράδυ στα δάση και στις ακροθαλασσιές, στο φώς του φεγγαριού. Είδε κι εμαγεύτηκε ο εκλεκτός ξένος.
Η κοπέλα χάρηκε και τον ερώτησε πάλι αν ξεκουράστηκε. Αυτός απάντησε:
- Σπάνια και σπουδαία και υπέροχα κι ωραία είναι όλ’ αυτά, μα είμαι κουρασμένος, πεινώ κιόλας.
- Πεινάς, ψυχούλα μου; Κι έστρωσε μάνι- μάνι τραπέζι κι ευφράνθηκαν.
Ύστερα ο ξένος έγυρε σ’ ένα ντιβάνι. Τού βαλε μάλιστα για προσκέφαλο εκείνο το μαξιλάρι που κεντούσε η ίδια. Κι είχε σ’ αυτό κεντήσει σχέδια ξώπρωτα, τη γή με τα λουλούδια της, τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο, την πανσέληνο, το όρη με τα δέντρα, τη θάλασσα με τα ψάρια της και με τα κύματα της.
Σ’ αυτό το μαξιλάρι εξάπλωσε ο ωραίος ξένος. Τον ερώτησε τότε χαρούμενη:
- Και τώρα ξεκουράστηκες, καλέ μου ξένε;
Μα δεν επήρε απάντηση, γιατί μόλις έγυρε ο βασιλιάς τ’ ωραίο κεφαλάκι του στ’ ωραίο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε γλυκά.
Η Καλομοίρα εχάρηκε τότε κι ευχαριστημένη σιγοτραγουδούσε κι έλεγε αυτό το τραγούδι:
Γαρυφαλιά μου πράσινη,
Πότε θα κοκκινίσεις,
να κόψω ένα γαρύφαλλο,
να κάμω φρουκαλίτσα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα,
να ρέσσουν τα καΐκια.
Κι ένα καΐκι πέρασε
του βασιλιά την πόρτα
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε
μονάχα τρείς κοπέλες.
Η μια κεντούσε ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι
κι η Τρίτη, η μικρότερη,
κεντούσε μαξιλάρι,
να πέφτει πάνω ο βασιλιάς,
να του περνά η ζάλη.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...
- Τι ωραίο μαξιλάρι! Θα με μάθεις κι εμένα να κεντάω μαξιλάρια;
- Θα σε μάθω, κάθησε κανένα χρόνο κι αν μάθεις έμαθες.
Εκάθησε λοιπόν η Γαρυφαλιά με τη μικρή αδελφή κι επλουμίζαν το μαξιλάρι. Καθώς εκεντούσαν, η κοπέλα έλεγε ποιήματα, τραγούδια και προσευχές. Κάθε τόσο, άφηναν το κέντημα κι έβγαιναν στον κήπο να σκαλίσουν, να ποτίσουν και να ξεχορτίσουν, να μαζέζουν λαχανικά να μαγειρέψουν και φορύτα νάχουν στην φρουτιέρα για τους ξένους. Ακόμα να φέρουν νερό της πηγής με τη στάμνα, νάχουν για τους περαστικούς.
Να μη τα πολυλογούμε, τελείωσε κι ο τρίτος χρόνος κι η Γαρυφαλιά μας έμαθε και των τριών αδελφών τις δουλειές και τα εργόχειρα, τους λόγους και τους τρόπους και τα μυστικά. Έμαθε ακόμη τες ιστορίες της πρώτης, τα παραμύθια της δεύτερης και τα τραγούδια της τρίτης.
Μια μέρα, έλαχε να βρίσκεται στο σπίτι μοναχή της και να κεντά ένα μαξιλάρι. Κτύπησε η πόρτα και σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Έξω στεκόταν ένας όμορφος νέος ντυμένος με ωραία ρούχα. Εφαινόταν πολύ κουρασμένος και ζαλισμένος, απ΄την οδοιπορία ίσως.
- Έλα μέσα, του λέγει η Γαρυφαλιά, έλα μέσα.
- Είμαι πολύ κουρασμένος. Αν έχεις λίγο τόπο, να μείνω να ξαποστάσω.
Έχω, έχω, έλα μέσα. Εχάρηκε πολύ με τον αναπάντεχο, εκλεκτό ξένο, δεν ήξερετι να του πρωτοπροσφέρει.
- Θα ήθελες ν’ ακούσεις μια αληθινή ιστορία; του λέει.
- Ευχαρίστως, είπε ο ξένος.
Κι άρχισε να του λέει τη μια ιστορία μετά την άλλη... κι απάνω στη διήγηση τον επήρε από το χέρι κι ανέβησαν στες φτερούγες του ανέμου και βρέθηκαν στον ουρανό. Είδε κι εθαύμασε ο ξένος. Η Γαρυφαλιά χαρούμενη τον ερωτά:
- Τώρα ξεκουράστηκες καλέ μου ξένε;
- Όχι, της λέει ο ξένος, δεν αναπαύτηκα.
- Κάθησε τότε να σου πώ ένα παραμύθι. Τον πήρε από το χέρι και περπάτησαν το βράδυ στα δάση και στις ακροθαλασσιές, στο φώς του φεγγαριού. Είδε κι εμαγεύτηκε ο εκλεκτός ξένος.
Η κοπέλα χάρηκε και τον ερώτησε πάλι αν ξεκουράστηκε. Αυτός απάντησε:
- Σπάνια και σπουδαία και υπέροχα κι ωραία είναι όλ’ αυτά, μα είμαι κουρασμένος, πεινώ κιόλας.
- Πεινάς, ψυχούλα μου; Κι έστρωσε μάνι- μάνι τραπέζι κι ευφράνθηκαν.
Ύστερα ο ξένος έγυρε σ’ ένα ντιβάνι. Τού βαλε μάλιστα για προσκέφαλο εκείνο το μαξιλάρι που κεντούσε η ίδια. Κι είχε σ’ αυτό κεντήσει σχέδια ξώπρωτα, τη γή με τα λουλούδια της, τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο, την πανσέληνο, το όρη με τα δέντρα, τη θάλασσα με τα ψάρια της και με τα κύματα της.
Σ’ αυτό το μαξιλάρι εξάπλωσε ο ωραίος ξένος. Τον ερώτησε τότε χαρούμενη:
- Και τώρα ξεκουράστηκες, καλέ μου ξένε;
Μα δεν επήρε απάντηση, γιατί μόλις έγυρε ο βασιλιάς τ’ ωραίο κεφαλάκι του στ’ ωραίο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε γλυκά.
Η Καλομοίρα εχάρηκε τότε κι ευχαριστημένη σιγοτραγουδούσε κι έλεγε αυτό το τραγούδι:
Γαρυφαλιά μου πράσινη,
Πότε θα κοκκινίσεις,
να κόψω ένα γαρύφαλλο,
να κάμω φρουκαλίτσα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα,
να ρέσσουν τα καΐκια.
Κι ένα καΐκι πέρασε
του βασιλιά την πόρτα
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε
μονάχα τρείς κοπέλες.
Η μια κεντούσε ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι
κι η Τρίτη, η μικρότερη,
κεντούσε μαξιλάρι,
να πέφτει πάνω ο βασιλιάς,
να του περνά η ζάλη.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Η Γαρυφαλιά, Αύγουστος 2000