Ο καλόψυχος χαρτοπαίχτης
Εξέβηκεν ο Ιησούς Χριστός με τους μαθητάς του να γυρίσει τα χωριά να δει τι γένεται. Ήρθε από την άκρα ενός χωριού προς τα πάνω. Ήταν ανοικτό ένα σπίτι. Τους λέγει:
- Δεν έχετε λίγο τόπο να μείνουμε κι εμείς εδώ;
- Δεν έχουμε.
Πήγαν εις άλλο σπίτι.
- Δεν έχουμε, δεν έχουμε, έλειψε.
Εις την τελειωμή του χωριού, είχε το σπιτούδι του ένας άνθρωπος. Τούτος ήταν χαρτοπαίχτης. Πριν από λίγο καιρό είχε βάλει το περβολούδι του στα χαρτιά και επήραν του το. Έβαλε τη φράκτη του την άλλη, επήραν του την. Έβαλε και το σπίτι, επήραν του και το σπίτι. Πήγε τότε ο φτωχός στην άκρα του χωριού, που ήταν μια πλατεία που δεν την όριζε κανένας. Έκαμε ένα σπιτούδι όπως – όπως και περνούσε με τη γυναίκα του και τα δύο του μωρά.
Ότε κι εξέβη ο Ιησούς Χριστός κι έκαμε προς τα πάνω και ρωτούσε, εις το ένα σπίτι «δεν έχουμε», εις άλλο «δεν έχουμε », έφτασε ως την τελειωμή του χωριού. Ηύρεν εκείνο το φτωχό τον χαρτοπαίχτη και τον ρωτά :
- Δεν έχεις λίγο τόπο να μείνουμε κι εμείς ;
(Οι μαθητές δεν είχαν έρθει ακόμα).
Ε, ΄κει που θα μείνουμε μείς να μείνεις και συ.
Κι ενέβη έσω ο Ιησούς Χριστός . Λέγει τότε η γυναίκα του αντρός της :
- Δεν έχουμε τίποτε. Έβαλα κάτι κρομμύδια οφτά και πατάτες … Τι θα του βάλουμε να φάει;
- Να σου κι αναφαίνουν από κάτω ένας , αλλόνας , αλλόνας….. δώδεκα μαθητές. Με τον Ιησού Χριστό δεκατρείς.
- Τι θα κάμουμε τωρά; Λαλεί του η γυναίκα .
- Τι θα κάμουμε; Ούσσου, σιωπή, μη πεις τίποτε.
Σιώπησε η γυναίκα. Ύστερα παραμέρισαν κει κι εδώ – είχαν ψαθιά πρίν – άπλωσε ένα ψαθί χαμαί κι έβαλε πάνω ένα τραπεζομάντηλο.
Σκόρπισε κατόπι πάνω, κείνα τα κρομμύδια και τις πατάτες και τα ψωμιά.
- Ε, λέγει η γυναίκα , θα χορτάσουν ; Δεν έχουμε άλλα. Τι να κάμω;
Έκατσαν ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές του και έτρωγαν. Μήτε τα κρομμύδια έλειψαν, μήτε οι πατάτες , μήτε τα ψωμιά έλειψαν. Έφαγαν , έφαγαν, κι έμειναν και καμπόσα κομμάτια, περισσεύματα. Ευλόγησεν τα ο Ιησούς Χριστός. Μόλις έφαγαν, σηκώθηκαν.
- Ε, που θα ξαπλώσουν τώρα; Λαλεί του η γυναίκα.
- Να τους απλώσουμε καμπόσα ρούχα χαμαί στο ψαθί, κι ο Ιησούς Χριστός να κοιμηθεί μεσ’ στη μονή μας. Εμείς να βγούμε έξω. Είναι καλοκαίρι, λαλεί της, να κουλουρωθούμε πούποτε.
Βολεύτηκαν έτσι. Κοιμήθηκαν άλλοι εκεί, άλλοι εδώ, πέρασαν καλά. Σηκώθηκαν το πουρνό.
-Τι καλό θέλεις να σου κάμω; λαλεί του ο Ιησούς Χριστός .
-Και τι σας έκαμα εγώ;
- Που μας φιλοξένησες .
- Μα...
- Όχι, και τούτο που μας έκαμες , καλό ένι. Είπε μου τι θέλεις.
- Περνά σου να με κάμεις να κερδίζω στα χαρτιά;
- Για όνομα του Θεού! Πες άλλο πράγμα, να σου κάμω να σάσεις τα παιδιά σου..
- Όχι λαλεί του. Είχα δύο περβολούδια, επήραν μου τα, είχα ένα σπίτι επήραν μου το. Και τώρα τους έχω άχτι να τα πάρω πίσω.
- Ε πήγαινε παίξε και θα κερδίσεις , είπεν του, κι αποχαιρετίστηκαν.
Στο μεταξύ, έκαμε κανένα μήνα που δεν πήγε στον καφενέ. Μόλις έφυγε ο Ιησούς Χριστός , μάνι-μάνι πήγε βουρητός.
- Ω! Μα που ήσουν τόσο καιρό; Έλα να παίξουμε χαρτιά.
- Να παίξουμε.
Έβαλαν από μία λίρα πάνω. Παίζουν ,κέρδισε. Βάλλουν από δύο, κέρδισε. Βάλλουν τρείς, κέρδισε. Βάλλουν παραπάνω, κέρδισε πάλι.
-Όχι λαλεί τους .Τους παράδες αφήστε τους. Να βάλουμε το περβολούδι μου. Αν με κερδίσετε να σας δώσω τούτα που κέρδισα.
Βάλλουν το περβολούδι το κέρδισε. Βάλλουν το άλλον, κέρδισε και το άλλο.
- Να βάλουμε το σπίτι.
Έβαλαν το σπίτι, κέρδισε και το σπίτι. Πήγε τότε στη γυναίκα του. Της λέει :
- Να σηκωθούμε, να πάρουμε τα πράγματα στο σπίτι μας ,γιατί παίξαμε χαρτιά και τα κέρδισα όλα.
Έτσι, πήγαν έσω τους. Πέρασε καιρός , μεγάλωσαν τα παιδιά τους, γέρασαν αυτός κι η γυναίκα του. Μιαν ημέρα κάλεσε τα παιδιά του:
-Όταν πεθάνω, λαλεί τους , να μου βάλετε μία τράπουλα χαρτιά μεσ’ στον κόρφο.
- Να σου βάλουμε, παπά.
Ε, έκαμε καμπόσο καιρό, πέθανε. Έφεραν μια τράπουλα χαρτιά και του έβαλαν μεσ’ στο κόρφο. Σαν πήγες εις τον Αφέντη του τον Θεό κει πάνω , ήρθαν κοντά του οι Σατανάδες.
- Χάιτε, θα σε πάρουμε στην κόλαση. Θα σε πάρουμε στην κόλαση.
- Θα με πάρετε στην κόλαση; Να παίξουμε χαρτιά, κι αν με κερδίσετε να με πάρετε.
- Ου! Εμείς τα δείξαμε τα χαρτιά ... είναι δικά μας τα χαρτιά.
Κάθονται παίζουν, κέρδισε, ξαναπαίζουν, κέρδισε πάλι.
- Ο κύρης μου είναι μέσα στη κόλαση; Βγάλτε και φέρτε τον εδώ.
Έφεραν τον.
- Η μάνα μου είναι μέσα στην κόλαση;
- Είναι μέσα.
- Ε, να παίξουμε ξανά.
Παίζουν ξανά, κέρδισε. Εβγάλαν και την μάνα του. Ξαναπαίζουν , κέρδισε πάλι.
- Ο παππούς είναι μέσα;
- Είναι μέσα.
- Ο άλλος ο παππούς μου είναι μέσα;
- Είναι ‘κει μέσα.
- Φέρτε τους έξω.
‘Έτσι, έναν- έναν έβγαλε δώδεκα νομάτους. Στο μεταξύ ήρθε ο Άγγελος να τον πάρει στο Παράδεισο. Ακολουθούν πίσω του και οι άλλοι.
- Τούτοι ούλοι ίντα λογούνται; ρωτά τον ο Άγγελος.
- Ε , τούτος είναι ο παππούς μου, τούτη είναι η μαμμού μου, τούτος είναι ο τάδε, τούτη είναι η δείνα... Είναι ούλοι δικοί μου.
- Μα, μόνο εσένα πρόσταξε ο Ιησούς Χριστός να πάρουμε. Τούτη η σουρμαγιά ούλη...;
- Μα είναι δικοί μου. Που ένι ο Ιησούς Χριστός ;
-Ένι δαμαί.
- Φωνάξετε του να ‘ρθει . Ιησού Χριστέ μου, λαλεί του, όταν ήρθες έσω μας ήσουν μόνος σου. Ύστερα που ήρθαν και οι άλλοι οι δικοί σου, σου είπα να βγεις έξω ; Τούτος είναι ο κύρης μου, η μάνα μου, ο αδελφός μου, ο νούνος μου, ο τάδε, ο δείνα... Τους έβγαλα από την κόλαση
- Ε, πηγαίνετε, τους λέγει.
Κι έτσι τους πήρε ούλους μεσ’ στην Παράδεισο. Είδες τι κάμνει η καλοσύνη! Ένα χωριό δεν τον έβαλε μέσα τον Ιησού Χριστό, εκείνος ο φτωχός έβαλεν τον και φιλοξένησεν τον. Είδες;
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Συντροφιά με τη γιαγιά, Κόσμημα, Κύπρος 2001