Η κοπέλα μες στο μήλο
Μια φορά και ένα καιρό, είχε ένα βασιλιά και μια μέρα που ήταν στις χαρές του άφησε να κυλήσει ένα αυλάκι μέλι και ένα αυλάκι λάδι να πάρουν (δωρεάν) οι υπήκοοι του.
Μια γριά που ήταν άρρωστη, δεν μπόρεσε να πάει να πάρει και πήγε την επόμενη μέρα να μαζέψει λίγο λάδι με το τσόφλι του αυγού να γεμίσει το μπουκάλι της.
Εκείνη την ώρα το βασιλόπουλο ανέβηκε στον εξώστη του παλατιού και κρατούσε καρύδια και τα έσπαζε. Έτσι σαν τα έσπαζε, είδε τη γριά που ήταν από κάτω και της πέταξε και εκείνης ένα δύο. Ένα από τα καρύδια έπεσε πάνω από το τσόφλι του αυγού και το έσπασε. Η γριά κοίταξε πάνω, είδε το βασιλόπουλο κι αμέσως του λέει:
-Που να έχεις την ευχή μου και να βρεις τη κοπέλλα μέσα στο μήλο.
Άμα άκουσε έτσι το βασιλόπουλο, κατέβηκε γρήγορα γρήγορα, έδωσε της γριάς μια μεγάλη φιάλη λάδι και ένα κουβά μέλι και επέμενε να του πει ποια είναι η κοπέλλα μέσα στο μήλο. Η γριά του είπε πως δήθεν είναι μια φράση που συνηθίζεται να λέγεται.(τρόπος του λέγειν)
Το βασιλόπουλο όμως δεν πίστεψε. Γέμισε το σακίδιο του παξιμάδια πήρε και μερικά σεντόνια και ξεκίνησε για να βρεί κάποιο να του πει που θα βρει τη κοπέλλα μέσα στο μήλο.
Στο δρόμο που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα που φούρνιζε και τη ρώτησε που να πάει να βρει τη κοπέλα μέσα στο μήλο. Η γυναίκα του είπε να κάτσει μέχρι να ψηθούν τα ψωμιά και να έρθει και ο άντρας της από το κυνήγι γιατί εκείνος πιθανόν να ξέρει να του πει. Άμα ήρθε ο άντρας της , έστρωσε το τραπέζι και έφαγαν και μετά τον ρώτησε το βασιλόπουλο για τη κοπέλα μέσα στο μήλο. Εκείνος του είπε να πάει στο βουνό και να βρει ένα σπήλαιο.
-μέσα στο σπήλαιο, του λέει, έχει τρία μήλα και ένα δράκο που τα φυλάει. Αν τα μάτια του δράκου είναι ανοικτά, σημαίνει ότι κοιμάται και να μπεις να πάρεις τα μήλα. Αν όμως είναι κλειστά, μην τολμήσεις να μπεις γιατί θα σε κατασπαράξει..
Πήγε το βασιλόπουλο, βρήκε τη σπηλιά και το δράκο να έχει τα μάτια του ανοικτά. Κατέβηκε μέσα στη σπηλιά, άρπαξε τα μήλα και έφυγε.
Αφού απομακρύνθηκε το βασιλόπουλο, έκοψε το πρώτο μήλο. Αμέσως μέσα από το μήλο βγήκε μια κοπέλα όμορφη και του ζήτησε νερό. Το βασιλόπουλο δεν είχε νερό αν της δώσει και έτσι αυτή έγειρε το κεφάλι και πέθανε.
Το βασιλόπουλο συνέχισε το δρόμο του να πάει σε άλλο μέρος, και άμα κουράστηκε κάθισε να ξεκουραστεί κι έκοψε το δεύτερο μήλο. Πάλιν εμφανίστηκε μια όμορφη κοπέλα, ζήτησε και αυτή νερό αλλά δεν είχε να της δώσει και πέθανε και αυτή.
Ξαναπήρε το δρόμο λυπημένος και κουρασμένος αλλά δεν αποφάσιζε να κόψει το τρίτο μήλο αν δεν εύρισκε νερό. Μετά από πολλή ώρα, βρήκε μια βρύση που είχε και δεξαμενή και αρκετά δέντρα. Κάθισε και έκοψε…………. νερό. Αμέσως το βασιλόπουλο της έδωσε νερό να πιεί και να πλυθεί και της είπε να ανεβεί στο δέντρο να κάτσει, να μην τη δει κανένας, μέχρι να πάει να φέρει την άμαξα του για να την μεταφέρει στο παλάτι.
Η κοπέλα ανέβηκε στο δέντρο και περίμενε το βασιλόπουλο να επιστρέψει. Στη βρύση όμως ήρθε και μια άσχημη(κοπέλα) να γεμίσει τη στάμνα της για να πάρει νερό στη κυρά της. Η άσχημη μόλις είδε το είδωλο της κοπέλας πάνω στο (νερό) της δεξαμενής έμεινε σαστισμένη από της ομορφιά της. Όμως δεν αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν δική της η φάτσα και θυμωμένη είπε: «εγώ τέτοια κούκλα και όμορφη, και να κουβαλώ νερό στους άλλους»;
Και αμέσως πέταξε και έσπασε τη στάμνα.
Η κοπέλα όμως επειδή την είδε, τη ρώτησε γιατί έσπασε τη στάμνα. Η άσχημη άμα άκουσε τη κοπέλα να της μιλά ρώτησε: «Που είσαι, που είσαι;΄» και τότε την είδε πάνω στο δέντρο. Η κοπέλα έσκυψε και κρέμασε τα μαλλιά της κάτω και τότε η άσχημη έπιασε τη κοτσίδα της και ανέβηκε και εκείνη πάνω στο δέντρο. Άμα ανέβηκε, έσπρωξε τη κοπέλα και έπεσε μέσα στη δεξαμενή.
Τότε η όμορφη κοπέλα έγινε ψάρι.
Το βασιλόπουλο όταν επέστρεψε, βρήκε την άσχημη πάνω στο δέντρο και τη ρώτησε γιατί έγινε άσχημη. Εκείνη του λέει: « με έβγαλες από το μήλο, με άφησες μέσα στο ήλιο και ασχήμισα» Το βασιλόπουλο όμως είδε και το ψάρι στη δεξαμενή και έμεινε να το κοιτάζει. Πήγαινε κάθε μέρα στη δεξαμενή και το ψάρι ερχόταν κοντά του και έβγαζε το κεφάλι του έξω. Αυτό κίνησε τη περιέργεια του βασιλόπουλου και μια μέρα, το έπιασε και το πήρε στο παλάτι.
Η άσχημη άμα το είδε έκανε την άρρωστη και ζήτησε από το………………………………………..
… της χάλασε χατήρι, την άφησε και το έψησε και το έφαγε και τα κόκαλα του τα έριξε στην αυλή και βλάστησε μια λεμονιά(σ εκείνο το σημείο)
Το βασιλόπουλο τα μεσημέρια ξάπλωνε στην σκιά της και η λεμονιά έριχνε πάνω του τους ανθούς και μοσχομύριζε. Άμα άπλωνε η άσχημη στη σκιά της, η λεμονιά έριχνε τα αγκάθια της και τα ξερά της τα κλαδιά και την τρυπούσαν. Έτσι η άσχημη το έβαλε γινάτι και έκοψε τη λεμονιά. Έκοψε όλα της τα κλαδιά και έμεινε μόνο ο κορμός και ξεράθηκε και τον έριξε σε μια γωνιά μέσα στην αυλή.
Μια μέρα ήρθε στο παλάτι μια γριά, είδε το κορμό και ζήτησε να τον πάρει να τον κάψει για να βράσει νερό να κάνει μπουγάδα. Το βασιλόπουλο της τον έδωσε.
Η γριά τον έπιασε και τον πήγε στο σπίτι της και άρχισε να τον κομματιάζει. Άκουγε όμως μια φωνή που της έλεγε « Σιγά σιγά και πονώ» η γριά κοίταζε γύρω γύρω και δεν έβλεπε κανέναν. Ξανακτυπούσε και πάλι άκουσε τη φωνή. Τότε η γριά ρώτησε: «Μα πού είσαι και πονάς;» Η κοπέλα απάντησε: «είμαι μέσα στον κορμό» Η γριά σιγά σιγά την έβγαλε έξω της έδωσε ρούχα και φαγητό και η κοπέλα της είπε την ιστορία της. Όταν τα άκουσε η γριά της είπε ότι απόψε θα πάει στο παλάτι να βρει το βασιλόπουλο και να του πει την ιστορία.
Μόλις ενύχτωσε , η γριά πήγε στο παλάτι, δήθεν να βοηθήσει στο καθάρισμα του βαμβακιού. Ενώ εργάζονταν, λέει το βασιλόπουλο: «πέστε μας και κανένα παραμύθι» η γριά τότε άρχισε να λέει την ιστορία της κοπέλας σαν να έλεγε παραμύθι. Το βασιλόπουλο όμως κατάλαβε και όταν η γριά σηκώθηκε να φύγει πήγε μαζί της και τη ρώτησε.
Η γριά του είπε τι έγινε, όλη την αλήθεια. Και τον πήρε μαζί της να δει τη κοπέλα και να πιστέψει.
Όταν έμαθε το βασιλόπουλο(την αλήθεια), ήθελε να τιμωρήσει την άσχημη για την πράξη της. Επέστρεψε στο παλάτι και τη ρώτησε τι προτιμά, να της δώσει ένα άλογο ή πολλή ξύλο. Η άσχημη του απάντησε: « άλογο για να τρέχω» Την έδεσε στην ουρά του αλόγου του, του έδωσε μια καμιτσιά και την άφησε να φύγει.
Την άλλη μέρα στόλισε τη βασιλική άμαξα, έντυσε και τη κοπέλα με βασιλικά ρούχα και την πήγε στο παλάτι και έκαναν γάμο(που διήρκεσε) σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Μια φορά και ένα καιρό, είχε ένα βασιλιά και μια μέρα που ήταν στις χαρές του άφησε να κυλήσει ένα αυλάκι μέλι και ένα αυλάκι λάδι να πάρουν (δωρεάν) οι υπήκοοι του.
Μια γριά που ήταν άρρωστη, δεν μπόρεσε να πάει να πάρει και πήγε την επόμενη μέρα να μαζέψει λίγο λάδι με το τσόφλι του αυγού να γεμίσει το μπουκάλι της.
Εκείνη την ώρα το βασιλόπουλο ανέβηκε στον εξώστη του παλατιού και κρατούσε καρύδια και τα έσπαζε. Έτσι σαν τα έσπαζε, είδε τη γριά που ήταν από κάτω και της πέταξε και εκείνης ένα δύο. Ένα από τα καρύδια έπεσε πάνω από το τσόφλι του αυγού και το έσπασε. Η γριά κοίταξε πάνω, είδε το βασιλόπουλο κι αμέσως του λέει:
-Που να έχεις την ευχή μου και να βρεις τη κοπέλλα μέσα στο μήλο.
Άμα άκουσε έτσι το βασιλόπουλο, κατέβηκε γρήγορα γρήγορα, έδωσε της γριάς μια μεγάλη φιάλη λάδι και ένα κουβά μέλι και επέμενε να του πει ποια είναι η κοπέλλα μέσα στο μήλο. Η γριά του είπε πως δήθεν είναι μια φράση που συνηθίζεται να λέγεται.(τρόπος του λέγειν)
Το βασιλόπουλο όμως δεν πίστεψε. Γέμισε το σακίδιο του παξιμάδια πήρε και μερικά σεντόνια και ξεκίνησε για να βρεί κάποιο να του πει που θα βρει τη κοπέλλα μέσα στο μήλο.
Στο δρόμο που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα που φούρνιζε και τη ρώτησε που να πάει να βρει τη κοπέλα μέσα στο μήλο. Η γυναίκα του είπε να κάτσει μέχρι να ψηθούν τα ψωμιά και να έρθει και ο άντρας της από το κυνήγι γιατί εκείνος πιθανόν να ξέρει να του πει. Άμα ήρθε ο άντρας της , έστρωσε το τραπέζι και έφαγαν και μετά τον ρώτησε το βασιλόπουλο για τη κοπέλα μέσα στο μήλο. Εκείνος του είπε να πάει στο βουνό και να βρει ένα σπήλαιο.
-μέσα στο σπήλαιο, του λέει, έχει τρία μήλα και ένα δράκο που τα φυλάει. Αν τα μάτια του δράκου είναι ανοικτά, σημαίνει ότι κοιμάται και να μπεις να πάρεις τα μήλα. Αν όμως είναι κλειστά, μην τολμήσεις να μπεις γιατί θα σε κατασπαράξει..
Πήγε το βασιλόπουλο, βρήκε τη σπηλιά και το δράκο να έχει τα μάτια του ανοικτά. Κατέβηκε μέσα στη σπηλιά, άρπαξε τα μήλα και έφυγε.
Αφού απομακρύνθηκε το βασιλόπουλο, έκοψε το πρώτο μήλο. Αμέσως μέσα από το μήλο βγήκε μια κοπέλα όμορφη και του ζήτησε νερό. Το βασιλόπουλο δεν είχε νερό αν της δώσει και έτσι αυτή έγειρε το κεφάλι και πέθανε.
Το βασιλόπουλο συνέχισε το δρόμο του να πάει σε άλλο μέρος, και άμα κουράστηκε κάθισε να ξεκουραστεί κι έκοψε το δεύτερο μήλο. Πάλιν εμφανίστηκε μια όμορφη κοπέλα, ζήτησε και αυτή νερό αλλά δεν είχε να της δώσει και πέθανε και αυτή.
Ξαναπήρε το δρόμο λυπημένος και κουρασμένος αλλά δεν αποφάσιζε να κόψει το τρίτο μήλο αν δεν εύρισκε νερό. Μετά από πολλή ώρα, βρήκε μια βρύση που είχε και δεξαμενή και αρκετά δέντρα. Κάθισε και έκοψε…………. νερό. Αμέσως το βασιλόπουλο της έδωσε νερό να πιεί και να πλυθεί και της είπε να ανεβεί στο δέντρο να κάτσει, να μην τη δει κανένας, μέχρι να πάει να φέρει την άμαξα του για να την μεταφέρει στο παλάτι.
Η κοπέλα ανέβηκε στο δέντρο και περίμενε το βασιλόπουλο να επιστρέψει. Στη βρύση όμως ήρθε και μια άσχημη(κοπέλα) να γεμίσει τη στάμνα της για να πάρει νερό στη κυρά της. Η άσχημη μόλις είδε το είδωλο της κοπέλας πάνω στο (νερό) της δεξαμενής έμεινε σαστισμένη από της ομορφιά της. Όμως δεν αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν δική της η φάτσα και θυμωμένη είπε: «εγώ τέτοια κούκλα και όμορφη, και να κουβαλώ νερό στους άλλους»;
Και αμέσως πέταξε και έσπασε τη στάμνα.
Η κοπέλα όμως επειδή την είδε, τη ρώτησε γιατί έσπασε τη στάμνα. Η άσχημη άμα άκουσε τη κοπέλα να της μιλά ρώτησε: «Που είσαι, που είσαι;΄» και τότε την είδε πάνω στο δέντρο. Η κοπέλα έσκυψε και κρέμασε τα μαλλιά της κάτω και τότε η άσχημη έπιασε τη κοτσίδα της και ανέβηκε και εκείνη πάνω στο δέντρο. Άμα ανέβηκε, έσπρωξε τη κοπέλα και έπεσε μέσα στη δεξαμενή.
Τότε η όμορφη κοπέλα έγινε ψάρι.
Το βασιλόπουλο όταν επέστρεψε, βρήκε την άσχημη πάνω στο δέντρο και τη ρώτησε γιατί έγινε άσχημη. Εκείνη του λέει: « με έβγαλες από το μήλο, με άφησες μέσα στο ήλιο και ασχήμισα» Το βασιλόπουλο όμως είδε και το ψάρι στη δεξαμενή και έμεινε να το κοιτάζει. Πήγαινε κάθε μέρα στη δεξαμενή και το ψάρι ερχόταν κοντά του και έβγαζε το κεφάλι του έξω. Αυτό κίνησε τη περιέργεια του βασιλόπουλου και μια μέρα, το έπιασε και το πήρε στο παλάτι.
Η άσχημη άμα το είδε έκανε την άρρωστη και ζήτησε από το………………………………………..
… της χάλασε χατήρι, την άφησε και το έψησε και το έφαγε και τα κόκαλα του τα έριξε στην αυλή και βλάστησε μια λεμονιά(σ εκείνο το σημείο)
Το βασιλόπουλο τα μεσημέρια ξάπλωνε στην σκιά της και η λεμονιά έριχνε πάνω του τους ανθούς και μοσχομύριζε. Άμα άπλωνε η άσχημη στη σκιά της, η λεμονιά έριχνε τα αγκάθια της και τα ξερά της τα κλαδιά και την τρυπούσαν. Έτσι η άσχημη το έβαλε γινάτι και έκοψε τη λεμονιά. Έκοψε όλα της τα κλαδιά και έμεινε μόνο ο κορμός και ξεράθηκε και τον έριξε σε μια γωνιά μέσα στην αυλή.
Μια μέρα ήρθε στο παλάτι μια γριά, είδε το κορμό και ζήτησε να τον πάρει να τον κάψει για να βράσει νερό να κάνει μπουγάδα. Το βασιλόπουλο της τον έδωσε.
Η γριά τον έπιασε και τον πήγε στο σπίτι της και άρχισε να τον κομματιάζει. Άκουγε όμως μια φωνή που της έλεγε « Σιγά σιγά και πονώ» η γριά κοίταζε γύρω γύρω και δεν έβλεπε κανέναν. Ξανακτυπούσε και πάλι άκουσε τη φωνή. Τότε η γριά ρώτησε: «Μα πού είσαι και πονάς;» Η κοπέλα απάντησε: «είμαι μέσα στον κορμό» Η γριά σιγά σιγά την έβγαλε έξω της έδωσε ρούχα και φαγητό και η κοπέλα της είπε την ιστορία της. Όταν τα άκουσε η γριά της είπε ότι απόψε θα πάει στο παλάτι να βρει το βασιλόπουλο και να του πει την ιστορία.
Μόλις ενύχτωσε , η γριά πήγε στο παλάτι, δήθεν να βοηθήσει στο καθάρισμα του βαμβακιού. Ενώ εργάζονταν, λέει το βασιλόπουλο: «πέστε μας και κανένα παραμύθι» η γριά τότε άρχισε να λέει την ιστορία της κοπέλας σαν να έλεγε παραμύθι. Το βασιλόπουλο όμως κατάλαβε και όταν η γριά σηκώθηκε να φύγει πήγε μαζί της και τη ρώτησε.
Η γριά του είπε τι έγινε, όλη την αλήθεια. Και τον πήρε μαζί της να δει τη κοπέλα και να πιστέψει.
Όταν έμαθε το βασιλόπουλο(την αλήθεια), ήθελε να τιμωρήσει την άσχημη για την πράξη της. Επέστρεψε στο παλάτι και τη ρώτησε τι προτιμά, να της δώσει ένα άλογο ή πολλή ξύλο. Η άσχημη του απάντησε: « άλογο για να τρέχω» Την έδεσε στην ουρά του αλόγου του, του έδωσε μια καμιτσιά και την άφησε να φύγει.
Την άλλη μέρα στόλισε τη βασιλική άμαξα, έντυσε και τη κοπέλα με βασιλικά ρούχα και την πήγε στο παλάτι και έκαναν γάμο(που διήρκεσε) σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Αθηνούλα Ιωάννου, Κυριάκος Ν. Ψαράς, Λαϊκά Παραμύθια - Α' Τόμος, Λαογραφικός και Πολιτιστικός Όμιλος Εθνικού Άσσιας "Μιχαήλ Κάσσιαλος", Κύπρος 2011