Η Χρυσταλλού
Μια φορά , ήταν μια γυναίκα που την έλεγαν Χρυσταλλού. Τούτη γυναίκα στο κόσμο είχε μόνο ένα γιό. Κι ήταν έξυπνος έπαιρνε τα γράμματα πολλά κι όμορφος και ζωηρός.
Μια ήμερα , μάνα μου, εβγήκαν οι Τούρκοι κι είδαν το παιδί πώς ήταν παλλικάρι κι επήραν το. Από τότε η μάνα του … μέρα –νύχτα έκλαιε.
- Α, το γιό μου, α , το γιό μου….. Απόστολε Αντρέα μου, φανέρωσε μου τον, Απόστολε Αντρέα μου …
Μια νύχτα πήγε ο Απόστολος Αντρέας και της λέει:
- Ναι , τι έχεις και κλαίεις ;
- Τι έχω ; Μου κλέψαν το παιδάκι μου και δεν ηξεύρω που ένι.
- Να μην μαραζώνεις ,της λέει, τον έχουν πολλά καλά. Να μην κλαίεις και σε δέκα χρόνους από τώρα να πάεις στο Μοναστήρι μου και θα τον εύρεις .
Έκτοτε σιώπησε η κακορίζικη ,πήρε παρηγοριά. Πέρασε ένας χρόνος , άλλος ένας χρόνος … Τέλος πάντων να μην τα πολυλογούμε , τελείωσαν οι δέκα χρόνοι. Ετοιμάστηκε η Χρυσταλλού κι έπιασε τα τάματα που τάξε στον Απόστολο Αντρέα και πήγε. Πήρε πρόσφορα, άναψε λαμπάδες , έκαμε γιορτή , παράκληση ,λειτουργήθηκε , μετάλαβε και βγήκε έξω. Είχε έγνοια , παρατηρούσε… Έρχονταν ξένοι πολλοί. Από ένα καράβι κατέβηκαν καμπόσοι κι ένας αξιωματικός των Τούρκων , ψηλός , όμορφος , λεβέντης .Παρατηρεί, εγνώρισεν την εκείνος . «Είναι η μάνα μου ,λαλεί , τούτη». Πάει κοντά και της λέει:
- Ε ποια είσαι σύ;
- Εκλέψαν μου το γιό μου, γιέ μου, εκλέψαν μου τον , εσκοτώσαν μου τον, τι τον εκάμαν δεν ηξεύρω. Μου είπε όμως ο Απόστολος Αντρέας να ρτω σε δέκα χρόνους και θα τον εύρω.
- Θένα να τον γνωρίσεις; Λαλεί της . Έχεις τόσον καιρό…
- Θένα μου βοηθήσεις ,γιε μου, ο Απόστολος Αντρέας να τον γνωρίσω.
- Δεν του ΄χείς κανένα σημάδι; Λαλεί της.
- Πάνω στο πόδι του .Από τον καιρό που ήταν μωρό, καθώς έπαιζε κοντά στη νεστιά, εκύλισ’ ένα κάρβουνο πάνω στο πόδι του. Μέχρι ν’ αρχίσει φωνές , μέχρι να πάω κοντά, κάηκε και σούρωσε. Τον πήρα στο γιατρό και του έβαλε κάτι πάνω και γλύκανε ο πόνος , και λίγο-λίγο υγίανε. Του ’μεινε όμως σημάδι.
- Έχω κι εγώ, λαλεί της, ένα σημάδι . Σηκώνει τα ρούχα του… αρχίνησε κλάματα.
- Γιέ μου, λαλεί του , μα είσαι σύ;
- Εγώ είμαι! Και λούστηκαν στο κλάμα.
Μάνι –μάνι πήγε κι αγόρασε ρούχα χριστιανικά κι έβγαλε τα τούρκικα και πήγε εις τους παπάδες και τους λέει:
Το και το, να ’ρθετε να με διαβάσετε, να με λειτουργήσετε να φορέσω τα ρούχα μου τα χριστιανικά , γιατ’ κύρα τη μάνα μου.
Ήρθαν, εδιαβάσαν τον, ελειτουργήσαν τον, εκοινωνήσαν τον κι έκαψε τα ρούχα του τα τούρκικα κι εφόρεσε τα ρωμέϊκα.
-Είδες ο Απόστολος Αντρέας !Πρέπει να χεις πίστη πάνω σου για να σε ακούει ο αφέντης μου ο Θεός. Πίστη και καλοσύνη, λαλεί.
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Συντροφιά με τη γιαγιά, Κόσμημα, Κύπρος 2001