"ΧΩΡΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ ΑΝΡΘΩΠΙΝΗ ΖΩΗ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ, ΟΥΤΕ ΤΕΧΝΗ"
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Ο Ν. Γ. Πολίτης, αποδίδει στη Λαογραφία την έννοια της επιστήμης του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού που εξετάζει «τας κατά παράδοσιν δια λόγων, πράξεων και ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού» [1].
Η Λαογραφία, είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά το λαϊκό πολιτισμό των λαών, ενώ όπως φανερώνει και η λέξη ‘Λαογραφία’, είναι η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο έρευνάς της τον λαό[2]. Εξετάζει τη ζωή του λαού στο σύνολό της και σε όλες τις εκδηλώσεις της εφόσον αυτές έχουν χαρακτήρα αυθόρμητο. Με τη λέξη «λαός» αναφερόμαστε στο σύνολο των ανθρώπων, το οποίο συνδέεται με τη κοινά στοιχεία όπως η καταγωγή, τα έθιμα, η παράδοση και ο τρόπος σκέψης. Ο λαός είναι η ζωντανή πηγή, ο δημηιουργός και φορέας όλων των εκδηλώσεων που καλύπτουν την καθημερινή πνευματική και κοινωνική ζωή και διαμορφώνουν επομένως, την λαϊκή παράδοση του κάθε τόπου.
Όλοι οι λαοί, έχουν παράδοση, προφορική και γραπτή στην οποία περιλαμβάνεται ό, τι παραδίδεται διαδοχικά από την παλαιότερη στη νεότερη γενιά. Με άλλα λόγια, είναι η συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία ενός λαού. Στην λαϊκή παράδοση, συμπεριλαμβάνονται τα ήθη και τα έθιμα, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, η δημοτική ποίηση και τα παραμύθια, οι παροιμίες και τα παιδικά τραδουδάκια, η λαϊκή ψυχαγωγία και η τέχνη, οι χόροί, η οικοτεχνία, η αρχιτεκτονική, η διακοσμητική κ. λ. π. Μέσα σε αυτές τις εκφράσεις του πολιτισμού ανιχνεύουμε την ιστορική και βιωμένη μνήμη του λαού, τη γλώσσα και τον χαρακτήρα του[3].
Η προφορική λαϊκή παράδοση, περιλαμβάνει τα προϊόντα που αισθητικά υπάγονται στη λαϊκή λογοτεχνία και όσα υπάγονται στον γενικότερο όρο «έντεχνος λαϊκός λόγος»[4]. Σύμφωνα με το Σ. Λ. Σκαρτσή, «λαϊκή λογοτεχνία είναι αυτή που παράγει και χρησιμοποιεί ο λαός ή και που αυτή που, ενώ δεν την παράγει, τη χρησιμοποεί ο λαός».[5] Μέσα από τη λαϊκή λογοτεχνία, η οποία έχει συλλογικό χαρακτήρα, εκφράζονται οι σκέψεις και τα αισθήματα μιας κοινωνικής ομάδας. Ως είδη της λαϊκής λογοτεχνίας χαρακτηρίζονται τα παραμύθια, οι διάφοροι θρύλοι και παραδόσεις, αινίγματα, παροιμίες, η δημώδης ποίηση, οι παροιμιόμυθοι, τα γνωμικά, τα δημοτικά τραγούδια, τα κάλαντα, τα νανουρίσματα, τα ανέκδοτα, οι αφορισμοί, τα ξόρκια, οι κατάρες τα αινίγματα, κ.λ.π.
Τα παραμύθια, όπως οι μύθοι και οι παραδόσεις, συναντιούνται σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Δεν υπάρχει λαός που να μην έχει παραμύθια ούτε υπάρχει εποχή και πολιτισμοί που να μην έχουν αναδείξει τα δικά τους, προφορικά ή γραπτά, παραμύθια. Eιδικά το προφορικό παραμύθι, το λαϊκό όπως το ονομάζουμε, έχει διαγράψει μια χιλιόχρονη πορεία και ίσως δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Eίναι ένα πανανθρώπινο λογοτεχνικό είδος που μέσα από αυτή την ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί (της τυποποίησης, των συμβόλων, αλλά και της αφηγηματικής του τέχνης) έχει αποκτήσει οικουμενικότητα· μια οικουμενικότητα μέσα από την οποία λαοί εντελώς διαφορετικοί μπορούν να επικοινωνούν, να συνεννοούνται ή και να συμφωνούν. Aυτή η γλώσσα των παραμυθιών κατάφερε να πετύχει το ακατόρθωτο: να είναι μια γλώσσα ενοποιητική, οικουμενική, παγκόσμια, ταυτόχρονα όμως να αφήνει άφθονο χώρο για το διαφορετικό, το ιδιαίτερο, για να αναπτυχθούν, με άλλα λόγια, οι τοπικές, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.
Σύμφωνα με τον Στ. Π. Κυριακίδη, με τον όρο παραμύθια, εννοούμε τις φανταστικές διηγήσεις του λαού, οι οποίες δε συνδέονται με συγκεκριμένο τόπο και δεν έχουν ούτε συγκεκριμένο χρόνο, αφού τοποθετούνται αόριστα στο παρελθόν («Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα τόπο....», είναι η φράση με την οποία χαρακτηρίζεται η αοριστία του κόσμου, στον οποίο κινείται όλη η διήγηση των παραμυθιών). Ο κόσμος των παραμυθιών είναι κόσμος φανταστικός, ξεχωριστός, ιδιόρρυθμος, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη πεζότητα της καθημερινής ζωής. [6] Σχετικά με το λαϊκό παραμύθι ο Mιχάλης Mερακλής μας λέει: «H πραγματικότητα της ζωής με την απαράβατη και σκληρή νομοτέλειά της μας καταθλίβει και λαχταράμε να ζήσουμε κάποτε και δίχως αυτήν, πλάθοντας μύθους». [7] Για το Γεώργιο Mέγα, τα παραμύθια έχουν σκοπό να τέρψουν τον ακροατή και χαρακτηρίζονται από το έντεχνο της διήγησης, στη δε πλοκή πρόσωπα και ζώα κινούνται στον κόσμο του μαγικού και του φανταστικού[8].
Τα παραμύθια, γοητεύουν μικρούς και μεγάλους, και πιο πολύ τους μικρούς, γιατί ότι ακούν ή διαβάζουν, δεν είναι γι αυτούς πλαστή και φανταστική εικόνα αλλά η πραγματικότητα. Έχει τονιστεί πως μέσα από τη δράση των ηρώων του παραμυθιού, βρίσκει το ίδιο το παιδί λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ανάπτυξή του, καθώς αυτό είναι και ένα άτυπο μέσο κοινωνικής αγωγής. Η πάλη του καλού με το κακό και τις περισσότερες φορές η πεικράτηση του καλού και η τιμωρία του κακού, είναι γι’ αυτό ηθική δικαίωση. Ο αγαθός και τίμιος ήρωας κατατροπώνει το κακό πνεύμα, το δράκο, το μάγο, την κακιά γυναίκα ικανοποιώντας το ηθικά και επιβεβαιώνοντας έτσι και τον πρωταρχικό του σκοποό να ψυχαγωγήσει κι έμμεσα να διδάξει[9].
Παράλληλα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μετάδοση πολιτισμικής ύλης, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα και για μια πολύπλευρη μελέτη. Μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία από την πρωτόγονη ζωή και να εμπλουτίζεται ταυτόχρονα και με στοιχεία της καθημερινής ζωής. Στον αφηγητή αρέσει να συμπεριλαμβάνει σκηνές από τον τόπο του ή τον περίγυρό του, για να κάνει πιο παραστατική την αφήγησή του. Έτσι ποικίλα είναι τα θέματα που μπορεί να ανιχνέυσει κανείς, αφού σ’ αυτό αποτυπώνονται πολλά και σημαντικά στοιχεία ενός τόπου όπως π.χ η γλωσσική ιδιαιτερότητα, η γεωγραφία, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, οι ιστορικές συνθήκες, τα οποία συμβάλλουν στη συγκρότηση της ταυτότητας του ατόμου. Οι ακροατές ή αναγνώστες, μπορούν ν’ ανιχνέυσουν ολόκληρο το παρελθόν όχι μόνο του τόπου τους αλλά και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, μιας και το παραμύθι υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα.
[1] Ν. Γ. Πολίτης: Λαογραφία, Αθήνα 1909, σσ. 3-4
[2] Στιλπ. Π. Κυριακίδου: Ελληνική Λαογραφία, μέρος Α΄: Μνημεία του Λόγου, έκδ. Β΄, Τύποις Σ. Π. Παπαδογιάννη, Αθήνα 1965, σσ. 5
[3] Β. Δ. Αναγνωστόπουλος: Λαϊκή Παράδοση: Επιβίωση και Αναβίωση, Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σ. 14- 15
[4] Ο .π, σσ. 21
[5] Σ. Λ. Σκατρτσής: Εισαγωγή στη λαϊκή λογοτεχνία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σσ.26
[6] Στιλπ. Π. Κυριακίδου: Ελληνική Λαογραφία, μέρος Α΄: Μνημεία του Λόγου, ο. π, σσ. 265
[7] Μ. Γ. Μερακλής: Tο λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις, Oδυσσέας, Aθήνα 1994.
[8] Γ.A.Mέγα: Eισαγωγή εις την Λαογραφίαν, Aθήνα 1967
[9] Μ. Γ. Μερακλής: Το παραμύθι και το παιδαγωγικό του περιεχόμενο, Έντεχνος λαϊκός λόγος, Καρδαμίτσσα, Αθήνα 1993, σσ. 141-146
Η Λαογραφία, είναι ο επιστημονικός κλάδος που μελετά το λαϊκό πολιτισμό των λαών, ενώ όπως φανερώνει και η λέξη ‘Λαογραφία’, είναι η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο έρευνάς της τον λαό[2]. Εξετάζει τη ζωή του λαού στο σύνολό της και σε όλες τις εκδηλώσεις της εφόσον αυτές έχουν χαρακτήρα αυθόρμητο. Με τη λέξη «λαός» αναφερόμαστε στο σύνολο των ανθρώπων, το οποίο συνδέεται με τη κοινά στοιχεία όπως η καταγωγή, τα έθιμα, η παράδοση και ο τρόπος σκέψης. Ο λαός είναι η ζωντανή πηγή, ο δημηιουργός και φορέας όλων των εκδηλώσεων που καλύπτουν την καθημερινή πνευματική και κοινωνική ζωή και διαμορφώνουν επομένως, την λαϊκή παράδοση του κάθε τόπου.
Όλοι οι λαοί, έχουν παράδοση, προφορική και γραπτή στην οποία περιλαμβάνεται ό, τι παραδίδεται διαδοχικά από την παλαιότερη στη νεότερη γενιά. Με άλλα λόγια, είναι η συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία ενός λαού. Στην λαϊκή παράδοση, συμπεριλαμβάνονται τα ήθη και τα έθιμα, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, η δημοτική ποίηση και τα παραμύθια, οι παροιμίες και τα παιδικά τραδουδάκια, η λαϊκή ψυχαγωγία και η τέχνη, οι χόροί, η οικοτεχνία, η αρχιτεκτονική, η διακοσμητική κ. λ. π. Μέσα σε αυτές τις εκφράσεις του πολιτισμού ανιχνεύουμε την ιστορική και βιωμένη μνήμη του λαού, τη γλώσσα και τον χαρακτήρα του[3].
Η προφορική λαϊκή παράδοση, περιλαμβάνει τα προϊόντα που αισθητικά υπάγονται στη λαϊκή λογοτεχνία και όσα υπάγονται στον γενικότερο όρο «έντεχνος λαϊκός λόγος»[4]. Σύμφωνα με το Σ. Λ. Σκαρτσή, «λαϊκή λογοτεχνία είναι αυτή που παράγει και χρησιμοποιεί ο λαός ή και που αυτή που, ενώ δεν την παράγει, τη χρησιμοποεί ο λαός».[5] Μέσα από τη λαϊκή λογοτεχνία, η οποία έχει συλλογικό χαρακτήρα, εκφράζονται οι σκέψεις και τα αισθήματα μιας κοινωνικής ομάδας. Ως είδη της λαϊκής λογοτεχνίας χαρακτηρίζονται τα παραμύθια, οι διάφοροι θρύλοι και παραδόσεις, αινίγματα, παροιμίες, η δημώδης ποίηση, οι παροιμιόμυθοι, τα γνωμικά, τα δημοτικά τραγούδια, τα κάλαντα, τα νανουρίσματα, τα ανέκδοτα, οι αφορισμοί, τα ξόρκια, οι κατάρες τα αινίγματα, κ.λ.π.
Τα παραμύθια, όπως οι μύθοι και οι παραδόσεις, συναντιούνται σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Δεν υπάρχει λαός που να μην έχει παραμύθια ούτε υπάρχει εποχή και πολιτισμοί που να μην έχουν αναδείξει τα δικά τους, προφορικά ή γραπτά, παραμύθια. Eιδικά το προφορικό παραμύθι, το λαϊκό όπως το ονομάζουμε, έχει διαγράψει μια χιλιόχρονη πορεία και ίσως δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Eίναι ένα πανανθρώπινο λογοτεχνικό είδος που μέσα από αυτή την ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί (της τυποποίησης, των συμβόλων, αλλά και της αφηγηματικής του τέχνης) έχει αποκτήσει οικουμενικότητα· μια οικουμενικότητα μέσα από την οποία λαοί εντελώς διαφορετικοί μπορούν να επικοινωνούν, να συνεννοούνται ή και να συμφωνούν. Aυτή η γλώσσα των παραμυθιών κατάφερε να πετύχει το ακατόρθωτο: να είναι μια γλώσσα ενοποιητική, οικουμενική, παγκόσμια, ταυτόχρονα όμως να αφήνει άφθονο χώρο για το διαφορετικό, το ιδιαίτερο, για να αναπτυχθούν, με άλλα λόγια, οι τοπικές, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.
Σύμφωνα με τον Στ. Π. Κυριακίδη, με τον όρο παραμύθια, εννοούμε τις φανταστικές διηγήσεις του λαού, οι οποίες δε συνδέονται με συγκεκριμένο τόπο και δεν έχουν ούτε συγκεκριμένο χρόνο, αφού τοποθετούνται αόριστα στο παρελθόν («Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα τόπο....», είναι η φράση με την οποία χαρακτηρίζεται η αοριστία του κόσμου, στον οποίο κινείται όλη η διήγηση των παραμυθιών). Ο κόσμος των παραμυθιών είναι κόσμος φανταστικός, ξεχωριστός, ιδιόρρυθμος, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη πεζότητα της καθημερινής ζωής. [6] Σχετικά με το λαϊκό παραμύθι ο Mιχάλης Mερακλής μας λέει: «H πραγματικότητα της ζωής με την απαράβατη και σκληρή νομοτέλειά της μας καταθλίβει και λαχταράμε να ζήσουμε κάποτε και δίχως αυτήν, πλάθοντας μύθους». [7] Για το Γεώργιο Mέγα, τα παραμύθια έχουν σκοπό να τέρψουν τον ακροατή και χαρακτηρίζονται από το έντεχνο της διήγησης, στη δε πλοκή πρόσωπα και ζώα κινούνται στον κόσμο του μαγικού και του φανταστικού[8].
Τα παραμύθια, γοητεύουν μικρούς και μεγάλους, και πιο πολύ τους μικρούς, γιατί ότι ακούν ή διαβάζουν, δεν είναι γι αυτούς πλαστή και φανταστική εικόνα αλλά η πραγματικότητα. Έχει τονιστεί πως μέσα από τη δράση των ηρώων του παραμυθιού, βρίσκει το ίδιο το παιδί λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην ανάπτυξή του, καθώς αυτό είναι και ένα άτυπο μέσο κοινωνικής αγωγής. Η πάλη του καλού με το κακό και τις περισσότερες φορές η πεικράτηση του καλού και η τιμωρία του κακού, είναι γι’ αυτό ηθική δικαίωση. Ο αγαθός και τίμιος ήρωας κατατροπώνει το κακό πνεύμα, το δράκο, το μάγο, την κακιά γυναίκα ικανοποιώντας το ηθικά και επιβεβαιώνοντας έτσι και τον πρωταρχικό του σκοποό να ψυχαγωγήσει κι έμμεσα να διδάξει[9].
Παράλληλα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μετάδοση πολιτισμικής ύλης, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα και για μια πολύπλευρη μελέτη. Μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία από την πρωτόγονη ζωή και να εμπλουτίζεται ταυτόχρονα και με στοιχεία της καθημερινής ζωής. Στον αφηγητή αρέσει να συμπεριλαμβάνει σκηνές από τον τόπο του ή τον περίγυρό του, για να κάνει πιο παραστατική την αφήγησή του. Έτσι ποικίλα είναι τα θέματα που μπορεί να ανιχνέυσει κανείς, αφού σ’ αυτό αποτυπώνονται πολλά και σημαντικά στοιχεία ενός τόπου όπως π.χ η γλωσσική ιδιαιτερότητα, η γεωγραφία, το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, οι ιστορικές συνθήκες, τα οποία συμβάλλουν στη συγκρότηση της ταυτότητας του ατόμου. Οι ακροατές ή αναγνώστες, μπορούν ν’ ανιχνέυσουν ολόκληρο το παρελθόν όχι μόνο του τόπου τους αλλά και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, μιας και το παραμύθι υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα.
[1] Ν. Γ. Πολίτης: Λαογραφία, Αθήνα 1909, σσ. 3-4
[2] Στιλπ. Π. Κυριακίδου: Ελληνική Λαογραφία, μέρος Α΄: Μνημεία του Λόγου, έκδ. Β΄, Τύποις Σ. Π. Παπαδογιάννη, Αθήνα 1965, σσ. 5
[3] Β. Δ. Αναγνωστόπουλος: Λαϊκή Παράδοση: Επιβίωση και Αναβίωση, Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σ. 14- 15
[4] Ο .π, σσ. 21
[5] Σ. Λ. Σκατρτσής: Εισαγωγή στη λαϊκή λογοτεχνία, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994, σσ.26
[6] Στιλπ. Π. Κυριακίδου: Ελληνική Λαογραφία, μέρος Α΄: Μνημεία του Λόγου, ο. π, σσ. 265
[7] Μ. Γ. Μερακλής: Tο λαϊκό παραμύθι. Θεωρητικές προσεγγίσεις, Oδυσσέας, Aθήνα 1994.
[8] Γ.A.Mέγα: Eισαγωγή εις την Λαογραφίαν, Aθήνα 1967
[9] Μ. Γ. Μερακλής: Το παραμύθι και το παιδαγωγικό του περιεχόμενο, Έντεχνος λαϊκός λόγος, Καρδαμίτσσα, Αθήνα 1993, σσ. 141-146