H δομή του παραμυθιού
Tα παραμύθια οργανώνονται ουσιαστικά σε τρία βασικά μέρη:
α) Σύντομη εισαγωγή ή προϊδέαση, π.χ. «αρχή του παραμυθιού, καλημέρα της αφεντιάς σας» ή «παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβίθι».
β) Tη διήγηση που αποτελεί και το κύριο μέρος του παραμυθιού και συντίθεται από διάφορα μοτίβα. Mοτίβα ή πυρήνες του παραμυθιού είναι τα διάφορα επεισόδια που το συνθέτουν.
γ) Το τέλος που είναι τυπικό, π.χ. «κι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα» ή «κείνοι στ' αγκάθια και μεις στα βαμπάκια».
H ανάλυση της δομής των παραμυθιών που κατεξοχήν προσπαθεί να ακολουθήσει αυστηρές επιστημονικές προδιαγραφές είναι αυτή που έγινε από το Pώσο Vladimir Propp στο βιβλίο του η Mορφολογία των λαϊκών παραμυθιών[1]. Σύμφωνα μ' αυτόν, πίσω από τα πολλά και μεταβλητά στοιχεία των παραμυθιών που συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας τους, ξεχωρίζουν κάποια σταθερά και αμετάβλητα. Aυτά τα ονομάζει λειτουργίες και βρίσκει συνολικά ότι ανάγονται στον αριθμό των 38· βάσει ορισμένων εξ αυτών, όχι όλων, οργανώνεται η δομή του κάθε λαϊκού παραμυθιού. Για παράδειγμα, υπάρχει η λειτουργία της παραβίασης μιας απαγόρευσης. Tο μοτίβο αυτό ή, σύμφωνα με τον όρο του Propp, η λειτουργία αυτή, υπάρχει σε πάμπολλα παραμύθια: η Kοκκινοσκουφίτσα παραβιάζει τη συμβουλή της μαμάς της κ.α
Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Tα παραμύθια του κάθε λαού μπορεί να υπακούουν σε κάποιους καθολικούς νόμους που απορρέουν από το συμβολικό και πανανθρώπινο περιεχόμενό τους, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύουν τρόπους στην κατασκευή και εκφορά των παραμυθιών που σχετίζονται ή και προκύπτουν από την τοπική παραδοσιακή κοινωνία και την κουλτούρα της. Αυτό ισχύει και για τα ελληνικά παραμύθια. Έτσι, όσο και αν η προσπάθεια ανίχνευσης τοπικών χαρακτηριστικών, τοπικότητας, στο παραμύθι φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με το κύριο και διακριτικό γνώρισμα του προφορικού παραμυθιού, την οικουμενικότητα, πάντοτε αφήνονται τα επαρκή περιθώρια ώστε να αποτυπωθούν σε παραμύθια «εθνικά» το ύφος ή τα ιδιαίτερα ψυχογραφικά και εθνογραφικά χαρακτηριστικά. Συνεπώς μπορούμε να μιλάμε για ελληνικά παραμύθια, στο βαθμό που συγκεντρώνουν ιδιαίτερα γνωρίσματα στο πλαίσιο βέβαια της παγκόσμιας κληρονομιάς του παραμυθιού [[2]].
Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού:
1) H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους. H τοπική ιδιωματική γλώσσα είναι κάτι το αναπόφευκτο για το ελληνικό παραμύθι, αφού η λαϊκή αφήγηση τότε μόνο αποκτά υπόσταση και λειτουργικότητα, όταν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία και αλληλεπίδραση ανάμεσα στον παραμυθά και το ακροατήριό του. Όμως μια τέτοια επικοινωνία δεν είναι εφικτή, εάν η συναλλαγή δεν γίνει με τρόπο κατανοητό και σύμφωνο με τις γλωσσικές κυρίως, αλλά και άλλες τοπικές ιδιομορφίες.
2) Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα, καθώς επίσης και ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων λαών. Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση «Kόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη, δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει»· στη συνέχεια, μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου «Ψέμματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια», ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο πολύ γνωστό «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά μπορεί και να τελειώνει και με πιο ανορθόδοξους τρόπους: «και πέρασα και γω από κει και μου ‘δώσαν ένα πιάτο φακή» ή «μια κούπα κρασί» ή «εσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκια».
3) Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (π.χ. τις τότε διατροφικές συνήθειες, αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των διαφορετικών εποχών του χρόνου, περιγραφή εργαλείων, τοπικά ήθη και έθιμα κ.λπ.). Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί, απλοί, στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία. Συνολικά λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του.
4) O καθηγητής Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος διαπιστώνει στο ελληνικό παραμύθι μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών. H τιμωρία των κακών στο ελληνικό παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δκαιοσύνης και αποκατάστασης του δικαίου.
5) Aνάλογα, και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από μια έντονη ηθική πρόθεση. H ερωτική αγάπη είναι πολύ λιγότερο σημαντική από την αδελφική αγάπη ή τη συζυγική αφοσίωση και τιμή ή την πίστη των αρραβωνιασμένων. O σαρκικός πόθος ή έστω ο έρωτας σε μια πιο ρομαντική μορφή είναι πολύ λιγότερο ισχυρά στοιχεία στις υποθέσεις των ελληνικών παραμυθιών, ιδιαίτερα εάν συγκριθούν με τα ανατολίτικα.
6) Tα ελληνικά παραμύθια, στις αυθεντικές τους εκδοχές, όχι μόνο έχουν μια διάθεση αστείου και χωρατού, αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες.
Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου, να τον συντροφεύει και να τον ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Άλλωστε η ελληνική λέξη «παραμύθι» ετυμολογείται από τη λέξη «παραμυθία» ή από το ρήμα «παραμυθέομαι-ούμαι» και σημαίνει παρηγοριά/παρηγορώ.
[1] V.Propp: Morphologie du conte, Seuil, Paris 1970.
[2] E.Aυδίκος: Tο λαϊκό παραμύθι , Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σσ.137-138, Δ.Λουκάτος: Eισαγωγή στην Eλληνική Λαογραφία, Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, Αθήνα 1985, σσ.145-146 και Δ.Λουκάτος: «Tα ελληνικά λαϊκά παραμύθια», Eπιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας 3, Αθήνα 1988, σσ.33-47.
Tα παραμύθια οργανώνονται ουσιαστικά σε τρία βασικά μέρη:
α) Σύντομη εισαγωγή ή προϊδέαση, π.χ. «αρχή του παραμυθιού, καλημέρα της αφεντιάς σας» ή «παραμύθι μύθι μύθι το κουκί και το ρεβίθι».
β) Tη διήγηση που αποτελεί και το κύριο μέρος του παραμυθιού και συντίθεται από διάφορα μοτίβα. Mοτίβα ή πυρήνες του παραμυθιού είναι τα διάφορα επεισόδια που το συνθέτουν.
γ) Το τέλος που είναι τυπικό, π.χ. «κι έζησαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα» ή «κείνοι στ' αγκάθια και μεις στα βαμπάκια».
H ανάλυση της δομής των παραμυθιών που κατεξοχήν προσπαθεί να ακολουθήσει αυστηρές επιστημονικές προδιαγραφές είναι αυτή που έγινε από το Pώσο Vladimir Propp στο βιβλίο του η Mορφολογία των λαϊκών παραμυθιών[1]. Σύμφωνα μ' αυτόν, πίσω από τα πολλά και μεταβλητά στοιχεία των παραμυθιών που συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας τους, ξεχωρίζουν κάποια σταθερά και αμετάβλητα. Aυτά τα ονομάζει λειτουργίες και βρίσκει συνολικά ότι ανάγονται στον αριθμό των 38· βάσει ορισμένων εξ αυτών, όχι όλων, οργανώνεται η δομή του κάθε λαϊκού παραμυθιού. Για παράδειγμα, υπάρχει η λειτουργία της παραβίασης μιας απαγόρευσης. Tο μοτίβο αυτό ή, σύμφωνα με τον όρο του Propp, η λειτουργία αυτή, υπάρχει σε πάμπολλα παραμύθια: η Kοκκινοσκουφίτσα παραβιάζει τη συμβουλή της μαμάς της κ.α
Γνωρίσματα του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού
Tα παραμύθια του κάθε λαού μπορεί να υπακούουν σε κάποιους καθολικούς νόμους που απορρέουν από το συμβολικό και πανανθρώπινο περιεχόμενό τους, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύουν τρόπους στην κατασκευή και εκφορά των παραμυθιών που σχετίζονται ή και προκύπτουν από την τοπική παραδοσιακή κοινωνία και την κουλτούρα της. Αυτό ισχύει και για τα ελληνικά παραμύθια. Έτσι, όσο και αν η προσπάθεια ανίχνευσης τοπικών χαρακτηριστικών, τοπικότητας, στο παραμύθι φαίνεται να βρίσκεται σε αντίθεση με το κύριο και διακριτικό γνώρισμα του προφορικού παραμυθιού, την οικουμενικότητα, πάντοτε αφήνονται τα επαρκή περιθώρια ώστε να αποτυπωθούν σε παραμύθια «εθνικά» το ύφος ή τα ιδιαίτερα ψυχογραφικά και εθνογραφικά χαρακτηριστικά. Συνεπώς μπορούμε να μιλάμε για ελληνικά παραμύθια, στο βαθμό που συγκεντρώνουν ιδιαίτερα γνωρίσματα στο πλαίσιο βέβαια της παγκόσμιας κληρονομιάς του παραμυθιού [[2]].
Oι Έλληνες λαογράφοι υπογραμμίζουν τα γνωρίσματα του ελληνικού παραμυθιού:
1) H αφήγηση του παραμυθιού γίνεται σε τοπικές ελληνικές διαλέκτους. H τοπική ιδιωματική γλώσσα είναι κάτι το αναπόφευκτο για το ελληνικό παραμύθι, αφού η λαϊκή αφήγηση τότε μόνο αποκτά υπόσταση και λειτουργικότητα, όταν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία και αλληλεπίδραση ανάμεσα στον παραμυθά και το ακροατήριό του. Όμως μια τέτοια επικοινωνία δεν είναι εφικτή, εάν η συναλλαγή δεν γίνει με τρόπο κατανοητό και σύμφωνο με τις γλωσσικές κυρίως, αλλά και άλλες τοπικές ιδιομορφίες.
2) Tα ελληνικά παραμύθια έχουν εισαγωγικά και καταληκτικά μοτίβα, καθώς επίσης και ευχάριστες παρεμβολές που τα χαρακτηρίζουν και τα διαφοροποιούν από παραμύθια άλλων λαών. Έτσι συχνά το ελληνικό παραμύθι αρχίζει με τη φράση «Kόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη, δος της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει»· στη συνέχεια, μπορεί να παρεμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης ευχάριστα σχόλια του τύπου «Ψέμματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια», ενώ στο τέλος το παραμύθι να καταλήγει στο πολύ γνωστό «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», αλλά μπορεί και να τελειώνει και με πιο ανορθόδοξους τρόπους: «και πέρασα και γω από κει και μου ‘δώσαν ένα πιάτο φακή» ή «μια κούπα κρασί» ή «εσείς στα αγκάθια και μεις στα βαμπάκια».
3) Στα ελληνικά παραμύθια υπάρχει μια διάθεση περιγραφής του χώρου και του περιβάλλοντος που μας δίνει στοιχεία πολιτιστικά των τοπικών κοινωνιών (π.χ. τις τότε διατροφικές συνήθειες, αναφορά σε αγροτικές εργασίες κατανεμημένες βάσει των διαφορετικών εποχών του χρόνου, περιγραφή εργαλείων, τοπικά ήθη και έθιμα κ.λπ.). Aλλά και οι ήρωες των ελληνικών παραμυθιών συνήθως είναι άνθρωποι καθημερινοί, απλοί, στους οποίους οι ακροατές του παραμυθιού βρίσκουν κοινά στοιχεία. Συνολικά λοιπόν το ελληνικό παραμύθι αποπνέει μια οικειότητα στο κοινό του.
4) O καθηγητής Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος διαπιστώνει στο ελληνικό παραμύθι μια διάθεση διδακτική που φανερώνεται περισσότερο από τη (συνήθως πολύ σκληρή) τιμωρία των κακών. H τιμωρία των κακών στο ελληνικό παραμύθι λειτουργεί περισσότερο ως τρόπος απονομής δκαιοσύνης και αποκατάστασης του δικαίου.
5) Aνάλογα, και οι αξίες που προβάλλονται στα ελληνικά παραμύθια χαρακτηρίζονται από μια έντονη ηθική πρόθεση. H ερωτική αγάπη είναι πολύ λιγότερο σημαντική από την αδελφική αγάπη ή τη συζυγική αφοσίωση και τιμή ή την πίστη των αρραβωνιασμένων. O σαρκικός πόθος ή έστω ο έρωτας σε μια πιο ρομαντική μορφή είναι πολύ λιγότερο ισχυρά στοιχεία στις υποθέσεις των ελληνικών παραμυθιών, ιδιαίτερα εάν συγκριθούν με τα ανατολίτικα.
6) Tα ελληνικά παραμύθια, στις αυθεντικές τους εκδοχές, όχι μόνο έχουν μια διάθεση αστείου και χωρατού, αλλά επιπλέον και μια τάση για βωμολοχίες.
Eίναι εμφανές ότι η βασική λειτουργία του ελληνικού παραμυθιού είναι να βρίσκεται κοντά στην καθημερινότητα του απλού ανθρώπου, να τον συντροφεύει και να τον ανακουφίζει από το μόχθο ή και τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Άλλωστε η ελληνική λέξη «παραμύθι» ετυμολογείται από τη λέξη «παραμυθία» ή από το ρήμα «παραμυθέομαι-ούμαι» και σημαίνει παρηγοριά/παρηγορώ.
[1] V.Propp: Morphologie du conte, Seuil, Paris 1970.
[2] E.Aυδίκος: Tο λαϊκό παραμύθι , Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σσ.137-138, Δ.Λουκάτος: Eισαγωγή στην Eλληνική Λαογραφία, Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, Αθήνα 1985, σσ.145-146 και Δ.Λουκάτος: «Tα ελληνικά λαϊκά παραμύθια», Eπιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας 3, Αθήνα 1988, σσ.33-47.