Ο άτεκνος πλούσιος
Μια φορά ήταν ένα αντρόγυνο. Γέροι και πλούσιοι. Δεν είχαν όμως παιδιά. Ένα πρωί ξυπνά ο άντρας και λέει στη γυναίκα του:
-Γυναίκα,κάθε νύχτα βλέπω στον ύπνο μου το ίδιο όνειρο: αν μοιράσουμε εδώ στη γη το βιος μας, θα το βρούμε τέσσερις φορές πιο πολύ στον ουρανό.
-Το ίδιο όνειρο βλέπω κι εγώ, του απαντά η γυναίκα του.
Κάθισαν τότε και τα υπολόγισαν. Να ζήσουν ακόμη, πόσο; Είκοσι χρόνια. Ήταν ογδόντα, πάνω από εκατό δε θα πήγαιναν. Θα ‘διναν όσα είχαν στους φτωχούς και θα κρατούσαν ίσα ίσα όσα τους χρειάζονταν για είκοσι χρόνια. Έτσι κι έγινε.
Πέρασαν τα χρόνια. Έμεναν πέντ’ έξι μήνες ως να εξαντληθούν και τα χρόνια και τα χρήματα.
-Γυναίκα, λέει ο άντρας, είδες τι κακό επάθαμε; Σε λίγο τελειώνει ο καιρός που υπολογίσαμε, τελειώνουν και τα χρήματα που κρατήσαμε κι εμείς ακόμα ζούμε. Τι θα γενούμε από κει και πέρα; Να μου δώσεις καμπόσα παξιμάδια και θα καβαλικέψω τ’ άλογό μου να πάω να βρω τον Θεό, να τον ρωτήσω τι δουλειά είναι αυτή που μας έβαλε να κάνουμε.
Καβαλίκεψε λοιπόν το ζώο του, έβαλε τα παξιμάδια στο δισάκι του και τράβηξε κατά τη δύση.
Έλαμνε, πήγαινε, νυχτώθηκε στη στράτα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αν δεν υπήρχε κοντά χωριό, θα τον τρώγανε τα θηρία στο βουνό. Βλέπει μακριά ένα φως. Πάει προς τα κει και βρίσκει έναν ασκητή μέσα σε μια καλύβα. Του λέει:
-Έχεις λίγο τόπο και για μένα, γιε μου; Νυχτώθηκα στο δρόμο.
-Καλό! απαντά ο ασκητής. Να η καλύβα. Μας χωράει και τους δυο.
Τακτοποίησε ο γέρος το ζώο του έξω, κάθησαν, δείπνησαν. Του λέει ο ασκητής:
-Και πώς από δω, παππού; Τόσα χρόνια ασκητεύω σε τούτη την ερημιά να σώσω τη ψυχή μου, και πλάσμα του Θεού δεν είδα, και συ γέρος άνθρωπος νά ‘ρθεις ως εδώ...
-Τι να σου πω, γιε μου; Το και το επάθαμε. Και του ‘πε όλη την ιστορία με το όνειρο.
Και τώρα πάω να ‘βρω τον Θεό να τον ρωτήσω.
-Ε, παππού, αφού πα νά ‘βρεις τον Θεό, δεν τον ερωτάς πότε θα τελειώσε και μένα η άσκησή μου;
-Να τον ερωτήσω, γιε μου.
Κάθε νύχτα ο Θεός έριχνε στον ασκητή ένα ψωμί. Εκείνη τη νύχτα του έστειλε δύο, το δεύτερο για το γέρο. Ο ασκητής από λαιμαργία έκρυψε το δεύτερο ψωμί και ο γέρος έφαγε από το παξιμάδι του.
Τα χαράματα ξεκίνησε πάλι. Σαν νύχτωσε, ε΄διε πάλι ένα φως και πήγε κοντά. Ήυρε μια γυναίκα σ’ ένα σπήλαιο ν’ ασκητεύει. Ήταν άρρωστη. πονούσαν τα μάτια της. ερωτά την:
-Έχεις, κόρη μου, λίγο τόπο να μείνω κι εγώ;
-Δε βλέπω ποιος είσαι, μα τόπο έχω. Δέσε τ’ άλογό σου κι έλα να κουβεντιάσουμε κιόλας.
Ο γέρος μπήκε στη σπηλιά. Τον ερωτά εκείνη:
-Και πώς από δω, παππού;
-Τι να σου πω, κόρη μου; Αυτό κι αυτό, και της είπε όλη την ιστορία.
-Και τώρα, καθώς βλέπεις, πάω να ‘βρω τον Θεό να τον ερωτήσω.
-Αφού θα πας, παππού, δεν τον ερωτάς και για μένα, πότε θα γιάνουν τα μάτια μου;
-Καλά κόρη μου, να τον ερωτήσω.
Τη νύχτα, ο Θεός έριξε και σ’ αυτή δύο ψωμιά.
-Πάρε το ένα, λέει του γέρου.
-Όχι, κόρη μου, εγώ έχω το παξιμάδι μου. Άφησέ το για σένα, που είσαι εδώ στην ερημιά.
-Τι λές παππού; Αυτό το έστειλε ο Θεός για σένα!
Την αυγή πάλι σηκώθηκε ο παππούς και πήρε το δρόμο του. Καθώς πήγαινε συναντά ένα βοσκό. Τραβούσε νερό από το λάκκο και πότιζε αίγες και πρόβατα. Τα ζώα έρχονταν, πίνανε, φεύγανε. Έρχονταν όμως άλλα και δεν τελείωναν. Μόλις ο βοσκός είδε το γέρο, του φώναξε:
-Ε, παππού! Κάτσε κάτω από τη μηλιά να ξεκουραστείς και θα ‘ρθω κι εγώ να τα πούμε. Κάθεται ο γέρος, έρχεται κι ο βοσκός.
-Πώς απο ‘δω παππού;
-Έτσι κι έτσι, γιε μου, και πάω να ερωτήσω τον Θεό.
-Αφού πας, παππού, δεν τον ερωτάς πότε θα τελειώσω κι εγώ με τα ζωντανά; Να τραβώ νερό, να τα ποτίζω και να μην τελειώνουν;
-Να τον ερωτήσω, γιε μου!
Καβαλίκεψε πάλι ο παππούς και πάει.
Βλέπει έναν ασπρομάλλη γέροντα να κάθεται σε μια βρύση. Κρατούσε κι ένα καλάθι που είχε μέσα τρία αυγά και τρία ψωμιά. Του λέει:
-Κόπιασε και συ να κάτσεις να ξεκουραστείς.
Ξεπέζεψε και κάθισε. Ο ασπρομάλλης πήρε ένα ψωμί κι ένα αυγό και του τα έδωσε.
-Όχι, δε θέλω, άφησέ τα για σένα. Γέρος άνθρωπος, ζήτησες έν’ αυγό κι ένα ψωμί και τα δίνεις σ’ εμένα;
-Αν δεν τα πάρεις, δεν είσαι καλός άνθρωπος.
Τα πήρε.
-Κι από πού είσαι, γέροντα;
-Α, είμαι από πολύ μακριά.
-Και πού πας;
-Τι να σου πω, έτσι κ έτσι, και πάω να βρω τον Θεό να τον ερωτήσω.
Γέλασε ο ασπρομάλλης. Τον ερωτά:
-Δυστήχησες;
- Όχι.
-Ε, αφού δε δυστύχησες γιατί στεναχωριέσαι τόσο πολύ; Να γυρίσεις πίσω στον τόπο σου. Σε τρείς μέρες θα πεθάνει η γυναίκα σου και σε μια βδομάδα θα πεθάνεις κι εσύ. Να κάνεις γρήγορα, να προφτάσεις τη γυναίκα σου. Κι όπως σου είπε ο Θεός θα γίνει. Θα τα βρείτε στον ουρανό.
Ο γέρος κατάλαβε πως είχε να κάμει με άγιο άνθρωπο.
-Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα. Στο δρόμο βρήκα έναν ασκητή και μου είπε να ρωτήσω τον Θεό πότε θα τελειώσει με την άσκησή του.
-Να του πεις να φύγει, να πάει να πιάσει δουλειά, να ζήσει. Ειδάλλως θα πεθάνει από την πείνα. Ο Θεός δεν του ξανάριξε ψωμί. Είχε κρατήσει ο ευλογημένος για τον εαυτό του εκείνο που του έριξε για σένα. Να του πεις να μην καρτερεί σωτηρία εκεί όπου κάθεται.
-Βρήκα και μια γυναίκα που ασκήτευε και μου είπε να σε ρωτήσω πότε θα γιάνουν τα μάτια της.
-Αυτή έχει καλή ψυχή. Να της πεις ότι θα γιάνουν γρήγορα.
-Βρήκα κι ένα βοσκό που πότχε ατελείωτες αίγες και πρόβατα.
Ρωτά πότε θα τελειώσουν.
-Πες του να σφυρίξει και θα τελειώσουν
Έφαγε ο γέρος το ψωμί και τ’ αυγό, ήπιε και νερό, καβαλίκεψε κι έφυγε. Πέρασε από το βοσκό, από τη γυναίκα, από τον ασκητή. Τους είπε την απάντηση του Θεού για τον καθένα. Έφτασε ύστερα στο χωριό του, είπε όλη την ιστορία στη γυναίκα του. Εκείνη όμως ήταν ανήσυχη.
-Ξέρεις, του λέει, προχτές πέρασε ένα παλικάρι. Μου γύρεψε χρήματα ν’ ανοίξει δουλειά δική του και του έδωσα ό, τι είχαμε.
-Καλά, της λέει, πέσε να κοιμηθούμε κι αύριο το πράγμα θα φανεί.
Έπεσαν να κοιμηθούν. Το πρωί η γυναίκα ψυχορραγούσε. Πού όμως χρήματα να την κηδέψει; Κοιτάζει ο γέρος κάτω από το μαξιλάρι του. Βλέπει ένα χρυσό νόμισμα. Το πάει στο σαράφη.
Αυτός το κοιτάζει, του το δίνει πίσω.
-Όχι, παππού, τόσα λεφτά δεν έχω. Όλα όσα έχω, τη μισή του αξία δεν τη φτάνουν.
-Με περιπαίζεις, γιε μου;
- Όχι, παππού, γιατί να σε περιπαίξω;
Πάει σ’ άλλον σαράφη ο γέρος. Τα ίδια. Πάει και στον τελευταίο. Αυτός μετρά τα χρήματά του και του λέει:
-Δε βγαίνουν, παππού, λείπει μια λίρα. Αν δέχεσαι, να σου τη χρωστώ.
-Καλά, γιε μου, φέρε όσα έχεις και χαλάλι σου η λίρα. Δε θα με ξαναδείς.
Τα παίρνει, πάει στο σπίτι του.
Ετοίμασε τη γυναίκα του που είχε πεθάνει και την έθαψε.
Στην εβδομάδα έφυγε κι κείνος.
Εμακάρισέν τους ο Θεός.
Κωστής Κυριακίδης, Παραμύθια της Κύπρου, Νέοι Ακρίτες