Ο πλούσιος και ο φτωχός
Ελάμνησαν ο Ιησούς Χριστός κι ο μαθητής του, πήγαν καμπόσο τόπο. Θωρούν δύο χαλκιά πάνω στην φωτιά, που ήταν γεμάτα κρέας και κόχλαζαν. Στο ένα χαλκί ήσαν ολόπαχα τα κρέατα, όλο λίπος . Χυνόταν το λίπος μεσ’ στη φωτιά και μύριζε από ένα μίλι τόπο. Το άλλο χαλκί είχε κάτι πετσοκόκκαλα που δεν έβγαζαν ούτε μία καντήλα λίπος από πάνω. Κι άμα έβγαινε και λίγο λίπος , μ’ ένα κουτάλι το παιρνάν και το βάλλαν στο άλλο, το καλό.
- Αντί να φέρουν μία σύκλα να πάρουν από κείνο το παχύ ζουμί , να βάλουν καμπόσο και στο άλλο να σάσει, αρπάζουν και το λίγο και το βάλλουν στο πολύ!
Τότε του λέγει ο Ιησούς Χριστός
- Τούτος είναι ο άρχοντας και τούτος είναι ο φτωχός. Ο άρχοντας δεν χορταίνει ποτέ του, όσα κι αν έχει θέλει πάντα να φάει από το φτωχό.
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Συντροφιά με τη γιαγιά, Κόσμημα, Κύπρος 2001