Η ΓΡΙΑ ΚΙ Η ΟΡΦΑΝΗ
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια γριά. Είχε παντρέψει την κόρη της κι έκανε κι έκανε κι εκείνη ένα κοριτσάκι. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και οι γονείς της μικρής πέθαναν, κι απόμεινε ορφανή. Ζούσε με τη γιαγιά της, η οποία έπρεπε πια να πάει να δουλέψει για να βγάλουν τα προς το ζήν. Στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, είχανε ένα βασιλικό και κάθε πρωί που έφευγε η γιαγιά για τη δουλειά, υπενθύμιζε τη μικρή να ποτίζει τον βασιλικό να μην μαραθεί. Η μικρή κάθε πρωί, προτού φύγει για το σχολείο ανέβαινε στο μπαλκόνι και πότιζε το βασιλικό.
Την ίδια ώρα, περνούσε και το βασιλόπουλο από τη γειτονιά τους, κάνοντας τον περίπατό του. Έβλεπε το βασιλόπουλο τη μικρή που μεγάλωνε και γινόταν όλο και πιο όμορφη και μια μέρα της λέει:
- Σκαλίζεις και ποτίζεις τον βασιλικό, ξέρεις και πόσα φύλλα έχει;
Αυτή την ερώτηση την έκανε πολλές φορές το βασιλόπουλο. Μια μέρα η μικρή, το ανάφερε στη γιαγιά της. Η γιαγιά της της είπε:
- Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσει να του απαντήσεις «Εσύ που γράφεις και ξεγράφεις ξέρεις πόσα άστρα έχει ο ουρανός;»
Το άλλο πρωί, πέρασε πάλι το βασιλόπουλο από τη γειτονιά της μικρής, την είδε να ποτίζει τον βασιλικό και την ρώτησε πάλι αν ξέρει πόσα φύλλα έχει. Τότε η μικρή, δασκαλεμένη από τη γιαγιά της του απαντά:
- Εσύ που γράφεις και ξεγράφεις ξέρεις πόσα άστρα έχει ο ουρανός;
- Πω πω, την ορφανή! Είπε με θαυμασμό το βασιλόπουλο, τι σοφή κουβέντα μου είπε!
Την άλλη μέρα, οι φιλενάδες της ορφανής, πήγαν στο μάγο να τους πει την τύχη τους. Η ορφανή όμως, επειδή δεν είχε λεφτά για να πληρώσει το μάγο, δεν πήγε και την κοροΐδευαν οι φίλες της.
Η ορφανή είπε στη γιαγιά της, ότι αυτό κι αυτό έγινε, κι ότι την κοροϊδεύουν οι άλλες κοπέλλες.
- Να πάρουμε απ’ το κοτέτσι μια κότα, της λέει η γιαγιά, να την πάρουμε δώρο στο μάγο, να μας πει την τύχη σου. Πήραν την κότα και πήγαν στον μάγο. Στα πολλά λόγια που της είπε ο μάγος, της είπε και πως θα παντρευτεί το γιο του βασιλιά.
Η ορφανή το είπε στις φιλενάδες της, ότι δηλαδή ο μάγος της είπε ότι θα παντρευτεί το γιο του βασιλιά. Οι φιλενάδες της γέλασαν κοροϊδευτηκά και είπαν:
- Ώχ, την καημένη την ορφανή, την κοροΐδεψε ο μάγος για να της πάρει την κότα και της είπε πως θα παντρευτεί τον γιο του βασιλιά!
Σε λίγο καιρό ήρθε η ώρα να παντρευτεί το βασιλόπουλο. Έπρεπε να παντρευτεί την κόρη του βεζύρη η οποία ήταν άσχημη, απαίσια. Ο γάμος έγινε με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Έφαγαν, ήπιαν, διασκέδασαν και μετά ο καθένας πήγε στο σπίτι του.
Η νύφη το καταλάβαινε πως δεν ήταν όμορφη γι’ αυτό πήρε στο σπίτι κρυφά την ορφανή. Της έδωσε στα κρυφά το νυφικό της και την έβαλε το βράδυ να κοιμηθεί με το βασιλόπουλο. Το βασιλόπουλο της χάρισε ένα ολόχρυσο δακτυλίδι.
Όταν αποκοιμήθηκε το βασιλόπουλο, η ορφανή έφυγε και στο κρεβάτι πήγε η γυναίκα του, η κόρη του βεζύρη. Το πρωί όταν ξύπνησε το βασιλόπουλο και είδε πόσο άσχημη ήταν η γυναίκα του, από τον πολύ καημό, αρρώστησε και ούτε έτρωγε, ούτε έπινε.
Ο βασιλιάς που έβλεπε το γιο του τόσο άρρωστο, έβαλε ν’ αντηλαλήσουν την απόφασή του:
- Όποια μαγειρέψει καλό φαγητό και το πάρει στο βασιλόπουλο και το φάει, ο βασιλιάς θα της χαρίσει ό, τι θέλει.
Του πήρανε λογής λογης φαγητά, τα πιο ωραία, μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να φάει.
Άκουσε τον τελάλη και η γιαγιά της ορφανής και λέει της μικρής:
- Να μαγειρέψουμε κι εμείς κόρη μου λίγο βραστό ρύζι, να του πάρουμε να φάει, αφού είναι άρρωστος.
Μαγείρεψε το ρύζι η γριά, το ‘βαλε στο πιάτο, έβαλε μέσα στο ρύζι και το δακτυλίδι που χάρισε της ορφανής το βασιλόπουλο κι έστειλε την ορφανή να πάει στο παλάτι να πάρει (το φαγητό) στο βασιλόπουλο.
Όταν είδε ο κόσμος την ορφανή να κρατά το πιάτο με το ρύζι και να πηγαίνει στο παλάτι, την κοροΐδευσαν και της είπαν:
- Του έφεραν τόσων ειδών φαγητά και δεν έφαγε, θα φάει το ρύζι; Μην του το πάρεις γιατί θα σε αποκεφαλίσει ο βασιλιάς!
Ο βασιλιάς όταν άκουσε τη φασαρία που γινόταν έξω από το παλάτι, ρώτησε να μάθει τι έγινε.
- Εϊναι μια ορφανή, του είπαν, που του φέρνει ρύζι.
- Αφήστε την να περάσει, τους είπε ο βασιλιάς.
Το βασιλόπουλο, μόλις του πήραν το πιάτο με το ρύζι, πήρε το πιάτο κι άρχισε να το ανακατεύει πάνω κάτω με το κουτάλι. Στο πολύ ανκάτωμα, τυχέα βρήκε το δακτυλίδι. Αμέσως το βασιλόπουλο, χάρηκε και φώναξε να του παρουσιάσουν εκείνη που έφερε το ρύζι.
Όταν ο κόσμος άκουσε πως φώναξαν την ορφανή, φοβήθηκαν πως θα την αποκεφαλίση.
Ο βασιλιάς ρώτησε το γιο του γιατί χάρηκε τόσο πολύ που βρήκε το δακτυλίδι και το βασιλόπουλο του διηγήθηκε την ιστορία, πώς βρέθηκε το δακτυλίδι στα χέρια της ορφανής. Άμα άκουσε την ιστορία ο βασιλιάς, κάλεσε τον βεζύρη και του έστρωσε τραπέζι. Παράγγειλε όμως τον χρυσοχό να του φτιάξει και δυο ποτήρια. Το ένα να είναι χρυσό, αλλά χωρίς πάτο και το άλλο να μην έχει ελάττωμα, αλλά να είναι ασημένιο. Όταν κάθησαν στο τραπέζι, ο βασιλιάς έδειξε τα ποτήρια στο βεζύρη:
- Θέλω τη γνώμη σου, του λέει, ποιο από τα δυο ποτήρια είναι το καλύτερο.
- Το χρυσό, του λέει ο βεζύρης, είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν αξίζει αφού δεν έχει πάτο. Το ασημένιο αν ήταν χρυσό, καλύτερό του δε θα υπήρχε.
- Έτσι είναι και η κόρη σου, του λέει ο βασιλιάς, σαν το χρυσό ποτήρι.
Κι ο βασιλιάς πάντρεψε το γιο του με την ορφανή κι έκαναν γάμο που κράτησε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια γριά. Είχε παντρέψει την κόρη της κι έκανε κι έκανε κι εκείνη ένα κοριτσάκι. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και οι γονείς της μικρής πέθαναν, κι απόμεινε ορφανή. Ζούσε με τη γιαγιά της, η οποία έπρεπε πια να πάει να δουλέψει για να βγάλουν τα προς το ζήν. Στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, είχανε ένα βασιλικό και κάθε πρωί που έφευγε η γιαγιά για τη δουλειά, υπενθύμιζε τη μικρή να ποτίζει τον βασιλικό να μην μαραθεί. Η μικρή κάθε πρωί, προτού φύγει για το σχολείο ανέβαινε στο μπαλκόνι και πότιζε το βασιλικό.
Την ίδια ώρα, περνούσε και το βασιλόπουλο από τη γειτονιά τους, κάνοντας τον περίπατό του. Έβλεπε το βασιλόπουλο τη μικρή που μεγάλωνε και γινόταν όλο και πιο όμορφη και μια μέρα της λέει:
- Σκαλίζεις και ποτίζεις τον βασιλικό, ξέρεις και πόσα φύλλα έχει;
Αυτή την ερώτηση την έκανε πολλές φορές το βασιλόπουλο. Μια μέρα η μικρή, το ανάφερε στη γιαγιά της. Η γιαγιά της της είπε:
- Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσει να του απαντήσεις «Εσύ που γράφεις και ξεγράφεις ξέρεις πόσα άστρα έχει ο ουρανός;»
Το άλλο πρωί, πέρασε πάλι το βασιλόπουλο από τη γειτονιά της μικρής, την είδε να ποτίζει τον βασιλικό και την ρώτησε πάλι αν ξέρει πόσα φύλλα έχει. Τότε η μικρή, δασκαλεμένη από τη γιαγιά της του απαντά:
- Εσύ που γράφεις και ξεγράφεις ξέρεις πόσα άστρα έχει ο ουρανός;
- Πω πω, την ορφανή! Είπε με θαυμασμό το βασιλόπουλο, τι σοφή κουβέντα μου είπε!
Την άλλη μέρα, οι φιλενάδες της ορφανής, πήγαν στο μάγο να τους πει την τύχη τους. Η ορφανή όμως, επειδή δεν είχε λεφτά για να πληρώσει το μάγο, δεν πήγε και την κοροΐδευαν οι φίλες της.
Η ορφανή είπε στη γιαγιά της, ότι αυτό κι αυτό έγινε, κι ότι την κοροϊδεύουν οι άλλες κοπέλλες.
- Να πάρουμε απ’ το κοτέτσι μια κότα, της λέει η γιαγιά, να την πάρουμε δώρο στο μάγο, να μας πει την τύχη σου. Πήραν την κότα και πήγαν στον μάγο. Στα πολλά λόγια που της είπε ο μάγος, της είπε και πως θα παντρευτεί το γιο του βασιλιά.
Η ορφανή το είπε στις φιλενάδες της, ότι δηλαδή ο μάγος της είπε ότι θα παντρευτεί το γιο του βασιλιά. Οι φιλενάδες της γέλασαν κοροϊδευτηκά και είπαν:
- Ώχ, την καημένη την ορφανή, την κοροΐδεψε ο μάγος για να της πάρει την κότα και της είπε πως θα παντρευτεί τον γιο του βασιλιά!
Σε λίγο καιρό ήρθε η ώρα να παντρευτεί το βασιλόπουλο. Έπρεπε να παντρευτεί την κόρη του βεζύρη η οποία ήταν άσχημη, απαίσια. Ο γάμος έγινε με βασιλική μεγαλοπρέπεια. Έφαγαν, ήπιαν, διασκέδασαν και μετά ο καθένας πήγε στο σπίτι του.
Η νύφη το καταλάβαινε πως δεν ήταν όμορφη γι’ αυτό πήρε στο σπίτι κρυφά την ορφανή. Της έδωσε στα κρυφά το νυφικό της και την έβαλε το βράδυ να κοιμηθεί με το βασιλόπουλο. Το βασιλόπουλο της χάρισε ένα ολόχρυσο δακτυλίδι.
Όταν αποκοιμήθηκε το βασιλόπουλο, η ορφανή έφυγε και στο κρεβάτι πήγε η γυναίκα του, η κόρη του βεζύρη. Το πρωί όταν ξύπνησε το βασιλόπουλο και είδε πόσο άσχημη ήταν η γυναίκα του, από τον πολύ καημό, αρρώστησε και ούτε έτρωγε, ούτε έπινε.
Ο βασιλιάς που έβλεπε το γιο του τόσο άρρωστο, έβαλε ν’ αντηλαλήσουν την απόφασή του:
- Όποια μαγειρέψει καλό φαγητό και το πάρει στο βασιλόπουλο και το φάει, ο βασιλιάς θα της χαρίσει ό, τι θέλει.
Του πήρανε λογής λογης φαγητά, τα πιο ωραία, μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να φάει.
Άκουσε τον τελάλη και η γιαγιά της ορφανής και λέει της μικρής:
- Να μαγειρέψουμε κι εμείς κόρη μου λίγο βραστό ρύζι, να του πάρουμε να φάει, αφού είναι άρρωστος.
Μαγείρεψε το ρύζι η γριά, το ‘βαλε στο πιάτο, έβαλε μέσα στο ρύζι και το δακτυλίδι που χάρισε της ορφανής το βασιλόπουλο κι έστειλε την ορφανή να πάει στο παλάτι να πάρει (το φαγητό) στο βασιλόπουλο.
Όταν είδε ο κόσμος την ορφανή να κρατά το πιάτο με το ρύζι και να πηγαίνει στο παλάτι, την κοροΐδευσαν και της είπαν:
- Του έφεραν τόσων ειδών φαγητά και δεν έφαγε, θα φάει το ρύζι; Μην του το πάρεις γιατί θα σε αποκεφαλίσει ο βασιλιάς!
Ο βασιλιάς όταν άκουσε τη φασαρία που γινόταν έξω από το παλάτι, ρώτησε να μάθει τι έγινε.
- Εϊναι μια ορφανή, του είπαν, που του φέρνει ρύζι.
- Αφήστε την να περάσει, τους είπε ο βασιλιάς.
Το βασιλόπουλο, μόλις του πήραν το πιάτο με το ρύζι, πήρε το πιάτο κι άρχισε να το ανακατεύει πάνω κάτω με το κουτάλι. Στο πολύ ανκάτωμα, τυχέα βρήκε το δακτυλίδι. Αμέσως το βασιλόπουλο, χάρηκε και φώναξε να του παρουσιάσουν εκείνη που έφερε το ρύζι.
Όταν ο κόσμος άκουσε πως φώναξαν την ορφανή, φοβήθηκαν πως θα την αποκεφαλίση.
Ο βασιλιάς ρώτησε το γιο του γιατί χάρηκε τόσο πολύ που βρήκε το δακτυλίδι και το βασιλόπουλο του διηγήθηκε την ιστορία, πώς βρέθηκε το δακτυλίδι στα χέρια της ορφανής. Άμα άκουσε την ιστορία ο βασιλιάς, κάλεσε τον βεζύρη και του έστρωσε τραπέζι. Παράγγειλε όμως τον χρυσοχό να του φτιάξει και δυο ποτήρια. Το ένα να είναι χρυσό, αλλά χωρίς πάτο και το άλλο να μην έχει ελάττωμα, αλλά να είναι ασημένιο. Όταν κάθησαν στο τραπέζι, ο βασιλιάς έδειξε τα ποτήρια στο βεζύρη:
- Θέλω τη γνώμη σου, του λέει, ποιο από τα δυο ποτήρια είναι το καλύτερο.
- Το χρυσό, του λέει ο βεζύρης, είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν αξίζει αφού δεν έχει πάτο. Το ασημένιο αν ήταν χρυσό, καλύτερό του δε θα υπήρχε.
- Έτσι είναι και η κόρη σου, του λέει ο βασιλιάς, σαν το χρυσό ποτήρι.
Κι ο βασιλιάς πάντρεψε το γιο του με την ορφανή κι έκαναν γάμο που κράτησε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.
Αθηνούλα Ιωάννου, Κυριάκος Ν. Ψαράς, Λαϊκά Παραμύθια - Α' Τόμος, Λαογραφικός και Πολιτιστικός Όμιλος Εθνικού Άσσιας "Μιχαήλ Κάσσιαλος", Κύπρος 2011