Οι Αγίοι Ανάργυροι
Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός ήταν γιατροί. Συμφώνησαν να γιατρεύουν τον κόσμο δωρεάν, για την αγάπη του Ιησού Χριστού.
Ήταν μία γυναίκα πολλά άρρωστη , κατάκοιτη για χρόνια, δεν ημπορούσε να ταράξει καθόλου. Πήγαν οι Άγιοι στο σπίτι της .Με τα γιατρικά τους ,με την ευχή τους , έγιανε η γυναίκα. Ήθελε με την καρδιά της να τους δώσει κάτι για να τους ευχαριστήσει, μα δεν έπιαναν τίποτε.
Μια μέρα σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι τους . Βρήκε το Δαμιανό μόνο του. Λαλεί του « άγιε μου, γιατί με περιφρονείτε σα να είμαι ακάθαρτη και δεν καταδέχεσθε ένα μικρό δώρο από μένα για τη μεγάλη δωρεά που μου κάματε; Μην με πικράνεις, πάρε αυτά τα αυγά που σας έφερα». Ο Άγιος Δαμιανός την λυπήθηκε και τα αυγά.
Όταν ήρθε στο σπίτι ο Άγιος Κοσμάς , λαλεί του αδελφού του: « που ηύρες τούτα τα τρία αυγά;». «Μου τα έφερε η τάδε η γυναίκα και είπα να μην την στεναχωρήσω και τα πήρα». Εθύμωσε ο Άγιος Κοσμάς – ήταν ο μεγάλος αδελφός – κι επέταξε τ’ αυγά . «Δεν είπαμε, λέγειν του αδελφού του, ότι δεν πρέπει να πληρωνόμαστε για τις θεραπείες; Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε ». Κι έσυρε το ένα αυγό εκεί που είναι το αγίασμα, δίπλα από το μοναστήρι τους. Το άλλο έπεσε πιο πάνω, ανέβλυσε πάλι νερό και το άλλο κάτω που λέγεται «ομμάτι».
Έτσι βγήκαν τα ιαματικά νερά που μυρίζουν αυγό και κάμνουν μπάνια οι άρρωστοι και γίνονται καλά.
Μια φορά ήμουν στο Μοναστήρι των Αγίων, όπου ήρθε ένας άρρωστος από τη Λεμεσό, λιωμένος, σταμένος στα χέρια του και στη μουτσούνα . Ήθελαν να τον διώξουν οι άλλοι, μόλις τον είδαν έτσι χάλι. Τότε του είπα να πάει σε ένα γιατρό να του δώσει ένα χαρτί ότι η ασθένεια του δεν είναι κολλητική και να έρθει. Πράγματι επέστρεψε με το χαρτί και φορτωμένος φάρμακα και αλειφάδες. Τον άφησαν να λουστεί. Το δείλι μόλις έκαμε το πρώτο μπάνιο και κάθισε κατά δυσμάς να ξεκουραστεί ήρθαν οι Άγιοι – δυό λαμπροφορεμένοι όμορφοι νέοι – και του λέγουν : « να πετάξεις τούτες τις αλειφάδες και εμείς θα σε γιάνουμε». Και πραγματικά , όπως μας έλεγε ο ίδιος ,πέταξε αμέσως τα γιατρικά και μετά λίγες ημέρες ήρθε το δέρμα του και το χρώμα του κι έγινε όπως του μωρού. Μας έδειχνε τα χέρια του και την κεφαλή του κι έκλαιγε από τη χαρά του.
Πολλές φορές είδαν τους αγίους .Ο Ευστάθιος μία φορά που πήγε να ανάψει τ’ καντήλια τους βρήκε μέσα στην εκκλησία να ψάλλουν. Ήταν πολλοί ,όχι μόνον ο Κοσμάς κι ο Δαμιανός , μα όλοι οι ανάργυροι άγιοι. Μόλις τους είδε μπήκαν με μιας στο ιερό και χάθηκαν.
Ο Βασίλης πάλι μια φορά ,ήταν καλοκαίρι και κοιμόταν έξω, άκουσε ποδοβολητά αλόγων. Σηκώνεται, παρατηρά, ήταν δύο καβαλλάρηδες . «Ποιοι είστε» λαλεί τους. «Είμαστε ο Γεώργιος κι ο Φώτιος » λαλούν του. Ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Φώτιος έχουν τα παρεκκλήσια τους πιο πάνω. «Έλα Βασίλη, λαλούν του, να πάμε να λειτουργήσουμε κάτω στους Αναργύρους » . Κι έφυγαν προς το Μοναστήρι. Ο Βασίλης φοβήθηκε και δεν πήγε μέχρι την εκκλησία μα είδε τους δύο αγίους που μπήκαν μέσα. Και άλλοι πολλοί άκουσαν τους αγίους να ψάλλουν μέσα στην εκκλησία και δεν εισήλθαν μέσα. Δοξάζω τ’ ονομά τους και την χάρη τους. Θάμματα πολλά!
Χαράλαμπος Επαμεινώνδας, Συντροφιά με τη γιαγιά, Κόσμημα, Κύπρος 2001