Το όνειρο της βασιλοπούλας
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Είχαν κια μια κόρη μονάκριβη. Ο καημός τους ήταν ν’ αποκτήσουν κι ένα γιο. Μα δε γεννούσε πια η βασίλισσα μήτε γιο μήτε κόρη. Από τις πολλές προσευχές όμως, η βασίλισσα έμεινε έγκυος. Η βασιλοπούλα ήταν τότε έντεκα χρονών.
Τη νύχτα που ήταν να γεννήσει η μητέρα της, η κόρη είδε ένα παράξενο όνειρο: η βασίλισσα θα γεννούσε παλικάρι, μα θα τύγχαιναν στη ζωή του τρία μεγάλα κακά. Θα έπεφτε στη δεξαμενή, αλλά θα γλίτωνε. Θα καίγονταν τα ρούχα του, μα πάλι θα γλύτωνε. Στο τέλος θα τον έτρωγε ένα μεγάλο θεριό.
Την άλλη μέρα η βασίλισσα εγέννησε. Πέθανε όμως στη γέννα της. Ο βασιλιάς δεν είχε εμπιστοσύνη στις ξένες βάγιες κι έτσι ανέθεσε στη βασιλοπούλα ν’ αναθρέψει το γιο του. Αυτή κάθε μέρα θυμόταν τ’ όνειρό της και μαράχωνε. Πρόσεχε τον αδερφό της μην πάθει τίποτε.
Σαν έγεινε τεσσάρων χρόνων, τον πήρε μια μέρα και κατέβηκαν στον κήπο να κόψουν άνθη. Σε μια στιγμή που έκοβε ένα γαρίφαλο, την κέντρισε μέλισσα πάνω στο χέρι. Πόνεσε πολύ κι έκατσε κι έτριβε το χέρι της να της περάσει ο πόνος. Ο μικρός της ξεφεύγει, τρέχει στη δεξαμενή. Ανεβαίνει πάνω να δει τα ψάρια, πέφτει μέσα στο νερό. Η βασιλοπούλα άκουσε το πλατάγιασμα του νερού, έτρεξε στη δεξαμενή και γλίτωσε τον αδερφό της από το πρώτο κακό.
Μετά από πολύ καιρό, μια μέρα η υπηρέτρια άναψε φωτιά και έβαλε την κατσαρόλα να μαγειρέψει. Πετάχτηκε όμως μια στιγμή έξω να πάρει νερό από τη βρύση. Το βασιλόπουλο βρέθηκε κοντά στη φωτιά. Ξαφνικά παραπάτησε, έπεσε, λαμπάδιασαν τα ρούχα του. Τρέχει η βασιλοπούλα, αρπάζει μια κουβέρτα και τον τυλίγει. Η φωτιά έσβησε και γλίτωσε κι από το δεύτερο κακό.
Η κόρη περιμένοντας το τρίτο κακό που θα έβρισκε τον αδερφό της, από το μαράζι της μαυροφόρεσε. Την ερωτούσαν το γιατί, μα δεν έλεγε σε κανέναν τίποτε. Κι όλο τη βασάνιζε η έγνοια του τρίτου κακού.
Όταν ο αδερφός της μεγάλωσε κι έγινε δεκαοκτώ χρονών, μια μέρα την εφώναξε ο πατέρας της και της είπε πως ήρθε ο καιρός να την αρραβωνιάσει. Αυτή του είπε πως δε θέλει ν’ αρραβωνιαστεί. Σκέφτηκε κι αυτός ν’ αρραβωνιάσει το γιο του. Του βρήκε λοιπόν μια ωραία πριγκιποπούλα.
Η βασιλοπούλα ήταν πάντα μαραζωμένη, γιατί ερχόταν στο νου της το θεριό που θα έτρωγε τον αδερφό της. Δεν έβρισκε ησυχία. Όλο και σκεφτόταν τι λογής θεριό θα ‘ταν και πώς τα γλίτωνε τον αδερφό της απ’ αυτό. Για καλό και για κακό, πήγε και παράγγειλε ένα μαχαρίρι πενταδάκτυλο και το είχε πάτα μαζί της.
Ήρθε η ώρα να γίνουν οι γάμοι του αδερφού της. Ο κόσμος συνάχθηκε στην εκκλησία. Και άμμο να έρχινες, δεν έπεφτε στη γη. Βασιλιάδες και βεζύρηδες κι αρχόντοι ήρθαν απ’ όλο τον κόσμο με τα χρυσά τους και τ’ ασημένια τους. Η βασιλοπούλα φορούσε τα μαύρα της.
Πριν αρχίσει το στεφάνωμα, ακούουν ένα δυνατό βουητό, ένα κακό. Κανένας δε μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Οι καλεσμένοι τρόμαξαν και όπου φύγει φύγει. Δεν έμεινε κανένας μέσα στην εκκλησία εκτός από το ατρόγυνο και τη βασιλοπούλα. Είπε στον αδερφό της να μείνουν μέσα στην εκκλησία κι ότι θέλει η τύχη τους ας γίνει.
Η βασιλοπούλα κρύφτηκε πίσω από την πόρτα της εκκλησίας. την άφησε μισάνοιχτη. Έβγαλε το μαχαίρι και παρατηρούσε από τη χαραμάδα της πόρτας. Θωρεί ένα θεριό, σαν αυτό που σκότωσε ο Αη- Γιώργης. Άμα πλησίασε, άνοιξε το στόμα του να ρουφήξει το γαμπρό και τη νύφη. Την ώρα που πρόβαλε το κεφάλι του από την πόρτα, του δίνει μια με το μαχαίρι η βασιλοπούλα, κόβει του το λαιμό. Πέφτει το θεριό στη γη, χτυπιέται. Αυτή πετάχτηκε έξω ξθ έβαλε μια φωνή στη γη, στον ουρανό:
-Ελάτε και σκότωσα το θεριό!
Συνάχθηκε ο κόσμος πάλι κι εστεφανώσαν το αντρόγυνο. Άμα τελείωσαν και πήγαν στο παλάτι, η βασιλοπούλα έβγαλε τα μαύρα και παρηγορήθηκε η καρδιά της. Θωρεί την ο βασιλιάς, παραξενεύεται. Τη ρωτά:
-Γιατί έβγαλες τα μαύρα, κόρη μου;
Στάθηκε η βασιλοπούλα και του’πε τ’ όνειρο που είδε τη νύχτα που γεννήθηκε ο αδερφός της και πως τον γλίτωσε από τα τρία κακά.
-Τώρα που εγλίτωσα τον αδερφό μου και δεν έχει πια κανένα φόβο, θα αρραβωνιαστώ. Πρωτύτερα δεν ήθελα, γιατί με βασάνιζε η έγνοια του θεριού. Τώρα που το σκότωσα, είμαι ήσυχη και θα παντρευτώ.
Άμα τελείωσαν οι γάμοι του βασιλόπουλου και περιχάρισεν ο κόσμος, ο βασιλιάς κάλεσε στο παλάτι του εφτά βασιλιάδες και τους έκανε το τραπέζι. Ενώ έτρωγαν, ήρθε κουβέντα για το θεριό που εσκότωσε η βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς είπε στην κόρη του να τους διηγηθεί τ’ όνειρο που είδε. Η βασιλοπούλα τους τα διηγήθηκε όλα. Οι βασιλιάδες εθαύμασαν. Ο ένας είπε στους άλλους:
-Προτείνω να πιούμε στην υγειά της βασιλοπούλας. Αν έχει ευχαρίστηση ο πατέρας της, να την παντρέψουμε και με το γιο μου.
- Στην υγειά τους, στην υγειά τους, εφώναξαν όλοι.
Η βασιλοπούλα παντρεύτηκε το γιο του βασιλιά εκείνου και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κωστής Κυριακίδης, Παραμύθια της Κύπρου, Νέοι Ακρίτες,