Το παραμύθι της γέρακας
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρία παιδιά. Στον κήπο του είχε μια τριανταφυλλιά φορτωμένη με τριαντάφυλλα. Κάθε δειλινό είχε όλα τα τριαντάφυλλά της, κάθε πρωί ήταν κομμένα.
Έρχεται ο μεγάλος γιος:
-Αφέντη, δώσ’ μου μια οκά κρασί και καμιά εικοσαριά παξιμάδια και θα σου γλιτώσω.
Ο βασιλιάς του τα ‘δωσε και το παιδί έμεινε τη νύχτα έξω να παραφυλάει. Τα μεσάνυχτα παρουσιάστηκε ένας δράκος. Το βασιλόπουλο το έβαλε στα πόδια. πήγε και χώθηκε στο κρεβάτι του.
Λέει μετά στο βασιλιά ο δεύτερος γιος:
-Απόψε, αφέντη, θα παραφυλάξω εγώ.
Έμεινε, αλλά τα ίδια έπαθε κι αυτός. Το πρωί, κατακομμένα τα τριαντάφυλλα. Πάει τότε ο μικρότερος.
-Θα τα γλιτώσω εγώ, αφέντη, τα τριαντάφυλλά σου.
-Εσύ το νιάνιαρο θα τα γλιτώσεις; Τι μπορείς εσύ να κάνεις;
-Αφέντη, δώσ’ μου το κρασί με τα παξιμάδια και μη σε μέλει.
Του τα ‘δωσε. Βγήκε ο μικρός τη νύχτα να παραφυλάξει. Έπινε κι έτρωγε, ώσπου φάνηκε ο δράκος. Του ρίχνει σαΐτα και τον καρφώνει. Πάει ο δράκος, έφυγε. Το πρωί σηκώνεται ο πατέρας, θωρεί την τριανταφυλλιά γεμάτη τριαντάφυλλα. Λέει ο μικρός:
-Μάνα, ετοίμασέ μου ψωμί και θα πάω να φέρω τη σαΐτα μου.
Είπαν και τ’ άλλα αδέρφια του:
-Πάμε και μεις για συντροφιά.
Παίρνουν τα ίχνη από το αίμα του δράκου, πήγαινε πήγαινε, φτάσανε σ’ ένα λάκκο. Λέει ο μεγάλος αδερφός:
-Κατεβάστε με μέσα.
Τον κατεβάζουν. Όταν κατέβηκε ως τη μέση, φωνάζει:
-Παναγιά μου, Παναγιά μου, κάηκα!
Τον τράβηξαν απάνω. Λέει ο δεύτερος:
-Κατεβάστε με εμένα.
Τον κατέβασαν κι αυτόν κι έπαθε τα ίδια.
Λέει τότε ο μικρός:
-Κατεβάστε με κι εμένα. Κι άμα σας λέω «κάηκα», αφήνετε σχοινί.
Τον κατεβάζουν ως τη μέση.
-Παναγιά μου, Παναγιά μου, κάηκα! φωνάζει κι αυτός. Σιγά σιγά κατέβηκε.
Τη νύχτα κοιμήθηκε κει μέσα. Το πρωί σηκώνεται, βλέπει ένα σπίτι. Στο παραθύρι τρείς κοπέλες σαν το κρύο το νερό.
-Τι γυρεύεις δω μέσα; Φύγε να μη σε δει ο δράκος, ο αφέντης!
-Εγώ για τον αφέντη σας ήρθα.
Εκείνες τόσο καιρό ούτε πλάσμα είχαν δει κει μέσα ούτε τίποτε. Άμα είδαν το κοπέλι, το αγάπησαν.
-Θα πάμε να του πούμε πως ήρθε γιατρός να τον γιατρέψει. Να πιάσεις το σπαθί του που είναι κρεμασμένο από πάνω του. Όταν μας πει «σηκώστε τα φρύδια μου με το κοντάρι να τον δω τι γιατρός είναι», να κατεβάσεις το σπαθί του να του κόψεις το κεφάλι.
Πάει η μεγάλη. του λέει:
-Ε, αφέντη, πόσο καιρό είσαι δω μέσα άρρωστος; Να σου φέρουμε ένα γιατρό να σε γιατρέψει.
-Δε θέλω γιατρούς , κόρη μου.
Ύστερα πήγε η δεύτερη, τα ίδια.
Πάει τότε η μικρή. του λέει:
-Έλα αφέντη, πόσο καιρό θα ‘σαι δω μέσα άρρωστος να βασανίζεσαι μόνος σου; Να σου φέρουμε γιατρό να σε γιατρέψει.
-Πήγαινε φέρε τον να τον δω
Πήγε και τον έφερε.
-Σήκωσε τα φρύδια μου με το κοντάρι.
Καθώς η κόρη σήκωνε τα φρύδια, ο νέος κτυπά μια με το σπαθί του δράκου και του κόβει το κεφάλι. Άνοιξε κατόπιν την καρδιά του κι έβγαλε από μέσα τη σαΐτα του.
Λέει στις κοπέλες:
-Βγείτε πάνω σεις οι τρείς και γω θα μείνω ύστερα.
Τραβούν πάνω την πρώτη, λέει ο μεγάλος:
-Αυτή είναι δική μου.
Τραβούν την δεύτερη, λέει ο δεύτερος:
-Όχι, εκείνη είναι δική μου κι αυτή δική σου.
Και μάλωναν οι δυο πάνω. Κατόπι, λέει η μικρή στο παλικάρι κάτω:
-Έβγα συ κι ύστερα εγώ, γιατί θα σ’ αφήσουν εδώ μέσα.
-Όχι, έβγα εσύ πρώτα.
-Καλά. Μα θα σου δώσω τρείς τρίχες να τις καπνίζεις και θα ‘χεις ότι ζητήσεις. Θα σου δώσω και τρείς φορεσιές, μια του καρυδιού, μια του φουντουκιού και μια του αμυγδάλου. Κι αν σε ξαναρίξουν μέσα, πήγαινε και θα βρείς μια βρύση. Θα έρθουν δυο αρνιά να πιουν νερό και θ’ αρχίσουν να παλεύουν. Αν πιάσεις το άσπρο, θα πας στον πάνω κόσμο. Αν πιάσεις το μαύρο, θα πας στον κάτω κόσμο.
Τραβούν οι δυο πάνω τη μικρή κι αρχίζουν να μαλώνουν γι’ αυτή. Κόντευαν να σκοτωθούν. Ύστερα τραβούν το κοπέλι ως τα μισά του λάκου, παίρνουν το μαχαίρι, κόβουν το σχοινί, πέφτει πάλι μέσα.
Πήγε μαραζωμένο το κοπέλι, έκατσε στη βρύση. Ήρθαν τ’ αρνιά. Άμα ήπιαν νερό, άρχισαν να παλεύουν. Ρίχνεται να πιάσει το άσπρο, άρπαξε όμως το μάυρο. Ξεκίνησε για τον κάτω κόσμο. Έλαμνε και πήγαινε μερόνυχτα.
Κουράστηκε και νύσταξε πολύ. Ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο. Πάνω στο δέντρο ήταν μια γερακοφωλιά. Βλέπει μια οχιά που έβγαινε να φάει τα γερακούδια.
-Βρε, λέει, όλα τα καλά τα έκανα, αυτό να μην το κάμω; Ρίχνει τη σαΐτα, καρφώνει την οχιά. Να σου σε λίγο η γεράκα.
-Αυτός μας γλίτωσε από την οχιά, μάνα, της λεν τα γερακούδια.
Γυρίζει στο παιδί:
-Τι θέλεις να σου κάμω για το καλό που μου ‘καμες;
-Τι μπορείς να μου κάμεις εσύ, ένα πουλι!
-Πες μου και θα δεις!
-Δε θέλω θησαυρούς και τέτοια. Θέλω μόνο να βγω στον απάνω κόσμο.
-Εντάξει, σε βγάζω στον απάνω κόσμο. Να φέρεις όμως οκτώ κατσικοδέρματα να φτιάσεις ασκιά. Να βάλεις στα τέσσερα νερό και στα άλλα τέσσερα κρέας. Όταν θα σου λέω «κλαγκ», θα μου δίνεις νερό, κι όταν θα σου λέω «κλογκ», θα μου δίνεις κρέας.
Πήγε το κοπέλι κι έκανε καθώς του είπε η γερακομάνα. Και έτσι άρχισε το ταξίδι για τον απάνω κόσμο. Κάθησε το παλικάρι στη ράχη της κι έβαλε τους ασκούς δεξιά κι αριστερά του. Μόλις η γεράκα του έλεγε «κλαγκ», της έδινε νερό, μόλις έλεγε «κλογκ», της έδινε κρέας. Σιγά σιγά κόντευαν να τελειώσουν και τα δύο. Δεν είχε πια κρέας. Λέει εκείνη «κλογκ». Ευθύς το κοπέλι κόβει από το μερί του. Της το δίνει. Η γεράκα το κατάλαβε και το φύλαξε κάτω από τη γλώσσα της. Σαν έφτασαν στον απάνω κόσμο, του λέει εκείνη:
-Περπάτα να σε δω.
- Άμε στο καλό κι είμαι κουρασμένος, της λέει. Ο Θεός να φυλάει τα γερακούδια σου.
-Περπάτησε, επέμεινε εκείνη.
Τι να κάνει, περπατεί, πήγαινε κουτσά.
-Έλα να σου βάλω το κομμάτι, που σου λείπει. Του το βάζει. του λέει:
-Λάμνε τώρα στο καλό.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, βρίσκει ένα λυκόπουλο.
-Βρε λυκόπουλο, λαλεί του, μου δίνεις τα ρούχα σου να σου δώσω τα δικά μου;
-Θα αλλάξεις τα βασιλικά σου με τα λυκίσια δικά μου;
-Δώσ’ μου τα σου λέω, αλλιώς σου παίρνω το κεφάλι.
Έβγαλε τότε το λυκόπουλο τα ρούχα του και άλλαξαν. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φθάνει στον τόπο που ήταν ο κύρης και τ’ αδέλφια του. Πάει και μπαίνει στο εργαστήρι ενός ράφτη. Γίνεται εκεί παργιός.
Ήρθε ο καιρός που ήθελε ο μεγαλύτερος ν’ αρμαστεί τη μικρή. Εζήτησε τότε εκείνη μια φορεσιά, που να χωράει μέσα στο καρυδότσουφλο. Λέει ο βασιλιάς:
-Να πάμε στο ράφτ να μας την κάμει.
Πάνε στον ράφτη και του παραγγέλνουν να ετοιμάσει σε τρείς μέρες μια φορεσιά να χωράει στο καρυδότσουφλο, αλλιώς θα του πάρουν το κεφάλι. Αρχίζει ο ράφτης να θρηνεί, να χτυπιέται. Του λέει το λυκόπουλο:
-Την κάνω εγώ τη φορεσιά. Θα μου φέρεις όμως δέκα οκάδες ρακή και δέκα οκάδες κουφέτα και δέκα πήχες ύφασμα μεταξωτό.
Κλείστηκε το λυκόπουλο στο εργαστήρι. Πηγαινε ο ράφτης να δει κρυφά, έκανε πως μετράει και κόβει ρούχο. Όταν έφευγε, έτρωγε κουφέτα κι έπινε κρασί. Το πρωί, ο ράφτης ρωτάει το λυκόπουλο.
-Ετέλειωσες, βρε λυκούδι;
-Ετέλειωσα, λαλεί του εκείνο.
-Άντε να την πάμε στο βασιλιά, να πιάσεις φιλοδώρημα.
-Δεν έρχομαι, μάστορα, εγώ. Ένα λυκόπουλο, να πάω ανάμεσά τους, να με πατήσουν να μου λιώσουν τα πόδια, του κακορίζικου!
Έτσι πήγε μόνος του ο ράφτης τη φορεσιά στο βασιλιά. Άρχισε ο γάμος. Ήρθε η ώρα να καθίσουν το γαμπρό στο παραθύρι, να τον καμαρώσει ο κόσμος.
Το λυκόπουλο παραφύλαγε. Ανάβει μια τρίχα το λυκόπουλο κι έρχεται ένα αλογάκι ολόχρυσο. Το καβαλάει, πάει στην πλατεία. Ρίχνει χρυσά νομίσματα στον κόσμο, πέφτουν όλοι με τα μούτρα να πάρουν. Εκείνος σαϊτεύει το γαμπρό στο μάτι. Τον παίρνει, τον ρίχνει στον κάτω κόσμο από το λάκκο του δράκου.
Σε κάμποσο καιρό, ετοίμαζαν γάμο με το δεύτερο και τη μικρή.
Πάλι εκείνη ζήτησε να της ετοιμάσουν φορεσιά, που να χωράει στο φουντούκι. Πάλι πήγανε στο ράφτη σε τέσσερις μέρες να τους την ετοιμάσει. Ο ράφτης πήγε στο λυκόπουλο.
-Μπορείς να φτάσεις τώρα μια φορεσιά που να χωράει στο φουντούκι;
-Καλό! Φέρε μου τα κουφέτα και τη ρακή και ύφασμα για να την κάμω.
Κι έγιναν πάλι τα ίδια. Κι όταν ήρθε η ώρα να βγει ο γαμπρός στο παραθύρι, πήγε ο χρυσός καβαλάρης και τον έστειλε κι αυτόν στο λάκκο στον κάτω κόσμο. Ανοίγει μετά το αμύγδαλο που του ‘χε μείνει, φορεί τη στολή. Καπνίζει την τρίχα, έρχεται το άλογο. Πάει στο βασιλιά, του φιλάει το χέρι. Του είπε τότε εκείνος:
-Είχα ένα γιο σαν εσένα.
-Εγώ είμαι ο γιος σου ο μικρότερος, πατέρα! Εγώ σκότωσα το δράκο! Στείλε τις δυο κόρες στον κάτω κόσμο να παντρευτούν με τα αδέρφια μου, να μην είναι κι εκείνοι μόνοι τους κι εγώ θα παντρευτώ τη μικρότερη που μ’ αγαπά.
Ετοίμασαν γάμους και χαρές. Τους πάντρεψαν και μου ‘δωσαν και μένα ένα κοκαλάκι να τρώγω, ώσπου να ‘ρθω να σας τα πώ.
Κωστής Κυριακίδης, Παραμύθια της Κύπρου, Νέοι Ακρίτες