Προέλευση των παραμυθιών
Παραμύθια λέγονται από την εποχή, θα λέγαμε, που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Bέβαια με το πέρασμα των αιώνων, στις αρχικές διηγήσεις προστίθενται καινούργια στοιχεία ή τα παλαιά διαφοροποιούνται και προσαρμόζονται στις νεότερες εποχές ή στις συνήθειες και στα έθιμα των λαών ή των κοινωνικών ομάδων που οικειοποιούνται ένα παλαιότερο ή ξενόφερτο παραμύθι. Γιατί το παραμύθι ήταν ένα πολύ ευκίνητο λογοτεχνικό είδος και εύκολα μέσω της προφορικής επανάληψης μπορούσε να διαδοθεί και να εισχωρήσει ως δάνειο και αργότερα να ενσωματωθεί στην κουλτούρα ενός λαού.
Για το θέμα της προέλευσης των παραμυθιών καθώς και της εξέλιξης τους με την πάροδο των χρόνων, έχουν διατυπωθεί ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες. Ορισμένοι το συσχετίζουν με διηγήσεις των ιθαγενών, είτε ότι είναι κατάλοιπα αρχαίων μύθων ή ακόμα και ότι προέρχονται από τα όνειρα.[1]
Ταξινόμηση των παραμυθιών
Η ύπαρξη του παραμυθιού σε όλες τις χώρες του κόσμου δημιούργησε την ανάγκη στους μελετητές του να προσπαθήσουν να το μελετήσουν εντάσσοντάς το σε κατηγορίες σχετικά με τον τρόπο γένεσής του, διάδοσής του, των γενικότερων αλλά και ειδικότερων χαρακτηριστικών του που αναπτύσσονται σε κάθε χώρα και ειδικότερα σε διάφορες περιοχές της ίδιας χώρα. Αξιοσημείωτο είναι σε όποια κατηγορία και να ανήκει ένα παραμύθι, όποια και να είναι η χώρα καταγωγής τους και ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του, πάντοτε καταφέρνει να μαγεύει μικρούς και μεγάλους και να ταξιδεύει τους ακροατές του σε κόσμους που όλα είναι δυνατόν να συμβούν, ενώ η κυριαρχία του καλού στο τέλος αποτελεί κοινό τοπο.
Μια πρώτη συστημική προσέγγιση για την κατηγοριοποίηση των παραμυθιών, έκανε ο Αυστριακός J. G. Von Hahn, με βάση τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, η οποία όμως δεν έτυχε ευρείας αποδοχής, αφού τα θέματα των αρχαίων ελληνικών μύθων δεν μπορούσαν να καλύψουν τη μεγάλη θεματολογία των παραμυθιών ανα τον κόσμο. Σε προσπάθειες κατηγοριοποίησης των παραμυθιών που έγιναν, εως τις αρχές του 20ου αι., σημαντικό πρόβλημα αποτέλεσε η σύγχυση μεταξύ της θεμτολογίας ολόκληρου του παραμυθιού, με τα παραμυθιακά μοτίβα. Στη συνέχεια, επιτεύχθηκε μια συστηματικότερη ταξινόμηση των παραμυθιών από τους Φιλανδούς Antti Aarne και Kaarle Krohn όπου βασίζονταν στον όρο της «μονογένεσης», δηλαδή ότι ένα παραμύθι που δημιουργείται σε μια χώρα, έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και δομή Τα τοπικά γνωρίσματα ανά χώρα, προσδίδουν στο παραμύθι μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία (δημοσίευση πρώτης διεθνής κατάταξης των παραμυθιών, 1910).
Το έργο του Aarne δημοσιεύτηκε, επαυξήθηκε και μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Stith Thompson το 1928. Το1961 έχουμε την τελική αναθεωρημένη έκδοση του έργου. Στη συγκεκριμένη έκδοση κάθε παραμύθι ορίζεται με έναν αριθμό και τον αγγλικό τίτλο που φέρει διεθνώς. Οι κατηγορίες στις οποίες μπορούν να υπαχθούν τα παραδοσιακά παραμύθια είναι: α)οι μύθοι των ζώων, β) τα καθαυτό παραμύθια, γ) τα αστεία και ανέκδοτα και δ) τα τυπολογικά παραμύθια. Η κατηγορία «καθαυτό παραμύθια», χωρίζεται σε άλλες υποκατηγορίες, που είναι τα μαγικά, τα θρησκευτικά και τα διηγηματικά, κοσμικά, νουβέλες κι αινιγματικά. Με βάση τον κατάλογο του Aarne, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Thompson, ο Γεώργιος Α. Μέγας, συνέταξε και τελειοποίησε τον ελληνικό κατάλογο παραμυθιών. Μέσα στον κατάλογο, προσπάθησε να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές του ελληνισμού και γι’ αυτό περιλαμάνονται κείμενα από την Κύπρο και τον Πόντο, παρά την έντονα διαλεκτική γλώσσα τους.
[1] Μ. Γ. Μερακλης: Ελληνική Λαογραφία-Κοινωνική Συγκρότηση, Ήθη και Έθιμα, Λαική Τέχνη, Βιβλιόπολις, Αθήνα 2004, σσ.316- 317
Παραμύθια λέγονται από την εποχή, θα λέγαμε, που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Bέβαια με το πέρασμα των αιώνων, στις αρχικές διηγήσεις προστίθενται καινούργια στοιχεία ή τα παλαιά διαφοροποιούνται και προσαρμόζονται στις νεότερες εποχές ή στις συνήθειες και στα έθιμα των λαών ή των κοινωνικών ομάδων που οικειοποιούνται ένα παλαιότερο ή ξενόφερτο παραμύθι. Γιατί το παραμύθι ήταν ένα πολύ ευκίνητο λογοτεχνικό είδος και εύκολα μέσω της προφορικής επανάληψης μπορούσε να διαδοθεί και να εισχωρήσει ως δάνειο και αργότερα να ενσωματωθεί στην κουλτούρα ενός λαού.
Για το θέμα της προέλευσης των παραμυθιών καθώς και της εξέλιξης τους με την πάροδο των χρόνων, έχουν διατυπωθεί ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες. Ορισμένοι το συσχετίζουν με διηγήσεις των ιθαγενών, είτε ότι είναι κατάλοιπα αρχαίων μύθων ή ακόμα και ότι προέρχονται από τα όνειρα.[1]
Ταξινόμηση των παραμυθιών
Η ύπαρξη του παραμυθιού σε όλες τις χώρες του κόσμου δημιούργησε την ανάγκη στους μελετητές του να προσπαθήσουν να το μελετήσουν εντάσσοντάς το σε κατηγορίες σχετικά με τον τρόπο γένεσής του, διάδοσής του, των γενικότερων αλλά και ειδικότερων χαρακτηριστικών του που αναπτύσσονται σε κάθε χώρα και ειδικότερα σε διάφορες περιοχές της ίδιας χώρα. Αξιοσημείωτο είναι σε όποια κατηγορία και να ανήκει ένα παραμύθι, όποια και να είναι η χώρα καταγωγής τους και ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του, πάντοτε καταφέρνει να μαγεύει μικρούς και μεγάλους και να ταξιδεύει τους ακροατές του σε κόσμους που όλα είναι δυνατόν να συμβούν, ενώ η κυριαρχία του καλού στο τέλος αποτελεί κοινό τοπο.
Μια πρώτη συστημική προσέγγιση για την κατηγοριοποίηση των παραμυθιών, έκανε ο Αυστριακός J. G. Von Hahn, με βάση τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, η οποία όμως δεν έτυχε ευρείας αποδοχής, αφού τα θέματα των αρχαίων ελληνικών μύθων δεν μπορούσαν να καλύψουν τη μεγάλη θεματολογία των παραμυθιών ανα τον κόσμο. Σε προσπάθειες κατηγοριοποίησης των παραμυθιών που έγιναν, εως τις αρχές του 20ου αι., σημαντικό πρόβλημα αποτέλεσε η σύγχυση μεταξύ της θεμτολογίας ολόκληρου του παραμυθιού, με τα παραμυθιακά μοτίβα. Στη συνέχεια, επιτεύχθηκε μια συστηματικότερη ταξινόμηση των παραμυθιών από τους Φιλανδούς Antti Aarne και Kaarle Krohn όπου βασίζονταν στον όρο της «μονογένεσης», δηλαδή ότι ένα παραμύθι που δημιουργείται σε μια χώρα, έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και δομή Τα τοπικά γνωρίσματα ανά χώρα, προσδίδουν στο παραμύθι μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία (δημοσίευση πρώτης διεθνής κατάταξης των παραμυθιών, 1910).
Το έργο του Aarne δημοσιεύτηκε, επαυξήθηκε και μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Stith Thompson το 1928. Το1961 έχουμε την τελική αναθεωρημένη έκδοση του έργου. Στη συγκεκριμένη έκδοση κάθε παραμύθι ορίζεται με έναν αριθμό και τον αγγλικό τίτλο που φέρει διεθνώς. Οι κατηγορίες στις οποίες μπορούν να υπαχθούν τα παραδοσιακά παραμύθια είναι: α)οι μύθοι των ζώων, β) τα καθαυτό παραμύθια, γ) τα αστεία και ανέκδοτα και δ) τα τυπολογικά παραμύθια. Η κατηγορία «καθαυτό παραμύθια», χωρίζεται σε άλλες υποκατηγορίες, που είναι τα μαγικά, τα θρησκευτικά και τα διηγηματικά, κοσμικά, νουβέλες κι αινιγματικά. Με βάση τον κατάλογο του Aarne, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Thompson, ο Γεώργιος Α. Μέγας, συνέταξε και τελειοποίησε τον ελληνικό κατάλογο παραμυθιών. Μέσα στον κατάλογο, προσπάθησε να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές του ελληνισμού και γι’ αυτό περιλαμάνονται κείμενα από την Κύπρο και τον Πόντο, παρά την έντονα διαλεκτική γλώσσα τους.
[1] Μ. Γ. Μερακλης: Ελληνική Λαογραφία-Κοινωνική Συγκρότηση, Ήθη και Έθιμα, Λαική Τέχνη, Βιβλιόπολις, Αθήνα 2004, σσ.316- 317