Ο λοιτζιαρέτης (σε κυπριακή διάλεκτο)
Μιαν φοράν τζαι ένα τζαιρόν εισιεν έναν βασιλιά και δεν έκαμνεν παιδκιά. Είσιεν μιαν φοράαν* τζαι δεν έκαμνε φοραούδκια. Μια ημέραν, εξεκίνησε τζαι επήαινε να'βρει έναν μάγον, να του πει γιατί εν κάμνει η γυναίκα του τζαι η φοράα παιδκιά. Στο δρόμο ηύρε ένα γέρον και του το είπε, ότι η γυναίκα του δεν κάμνει παιδκιά ούτε η φοράα φοραούδκια. Ο γέρος του έδωσε τρία μήλα και του είπε να καθαρίσει τα μήλα, να τα δώσει της βασίλισσας και τα φύλλα της φοράδας, και θα κάμουν παιδί. Επήρεν τα ο βασιλιάς τζαι έδωσε τα μήλα στην βασίλισσαν τζαι τα φύλλα στην φοράδαν. Και ευθύς, αγκαστρώθηκε η βασίλισσα τζαι η φοράδα. Υστερα απου εννιά μήνες/γέννησε η βασίλισσα τζαι έκαμε ένα παιδί τζαι η φοράδα ένα φοραούδι.
Ο βασιλιάς, πριν να γεννήσει η βασίλισσα, επήεν ταξίδι. Όταν εστράφηκε, ηύρεν γεννημένες την βασίλισσαν και την φοράδα. Η βασίλισσα είχεν έναν φίλον. Όταν ήρθεν ο βασιλιάς και είδεν το παιδί, εχάρην πολλά και επήεν πάλιν στο ταξίδι και είπεν στην βασίλισσα να σάζει το βασιλόπουλον, ώσπου να πάει και να έρθει. Το βασιλόπουλον το ονόμασαν Θεοχάρην και το φοραούδι Φαρήν. Ο φίλος της βασίλισσας έβαλεν την πάνω να ψατζιέψει* το βασιλόπουλον. Αλλά ο Φαρής επρονόαν την νύκταν. Το πρωίν εσηκώθην το βασιλόπουλον για να πάει στο σχολείον. Πριν να πάει στο σχολείον, επέρασε απού το Φαρήν τζαι του είπεν: «καλημέρα Φαρήν». Τζι' ο Φαρής του είπεν: «Καλώς τον Θεοχάρην. Εγώ είμαι καλά, μα εσύ είσαι κακά». «Γιατί είμαι κακά;» είπεν του το βασιλόπουλον. Τζαι το Φαρίν του είπε: «Ο φίλος της μάνας σου είπεν της να βάλει μέσα στο φάίν σου ψατζιήν*, για να σε ψατζιέψει. Τζαι συ να πεις της μάνας σου ότι είσαι άρρωστος τζαι εθ θέλεις να φάεις». Έτσι τζαι έγινεν. Την νύκτα λαλεί του η μάνα του: «Έλα, γιε μου, να φάεις», τζαι τζείνος λαλεί: «όχι, μάνα, είμαι άρρωστος τζαι να πέσω*».
Την νύκταν πάλιν λαλεί ο φίλος της βασίλισσας: «Να του ψατζιέψεις την μονήν*». Το πρωί εσηκώθην το βασιλόπουλον, επέρασεν απού τον Φαρήν τζαι τον εκαλημέρισεν. Ο Φαρής του είπε: «Καλώς τον Θεοχάρην. Εγώ είμαι καλά μα εσύ είσαι κακά». «Γιατί;» λαλεί του ο Θεοχάρης. Τζαι ο Φαρής του είπεν: «Πόψε η μάνα σου εν να βάλει ψατζιήν μέσ' την μονήν να σε ψατζιέψει. Τζαι συ να πεις ότι έσιεις πολλά μαθήματα να δκιαβάσεις, τζαι να μην πέσεις». Και το έκαμεν ο Θεοχάρης. Όταν ήρθε απού το σχολείον, η βασίλισσα του είπε να πέσει, αλλά το βασιλόπουλον της είπε ότι έσιει πολλά μαθήματα να δκιαβάσει.
Το πρωί επήεν στο Φαρήν τζαι του είπεν: «καλημέρα Φαρή». Τζαι τζεινος του είπεν: «Καλώς τον Θεοχάρην. Εσύ είσαι καλά, μα εγώ είμαι κακά, διότι ο φίλος της μάνας σου της είπεν να σκοτώσει εμένα, γιατί εκατάλαβέν το, ότι σου τα λέω». Επειτα ήλθεν ο βασιλιάς από το ταξίδι του τζαι ο Φαρής του είπε να πάει να πει στο βασιλιά, τον πατέρα του, να κάμει μια σέλλαν ολόχρυσην γι'αυτόν, τζαι μια ολόχρυσην φορεσιάν δική του, τζαι να τον καβαλλιτζιέψει, για να τον δοκιμάσει τάχα, τζι'έτσι να εύρουν ευκαιρία να φύουσι, για να γλυτώσουν τον θάνατο. Είπεν το του πατέρα του τζαι έκαμέν του την αλλαήν* τζαι την σέλλαν. Εκαβαλλίτζεψεν πάνω τζαι είδεν το ο πατέρας του, εδκιανεύτην* καλά τζαι έβαλεν του την ευτζήν του τζαι ύστερα έφυεν.
Ότι τζαι επήεν κάμποσον τόπον, ηύρεν ένα καλογερούιν. Είπεν του το βασιλόπουλον να αλλάξουσιν ρούχα. Υστερα, λαλεί του ο Φαρής: «Να βκάλεις τρεις μάλλες απού τον νούρον μου τζαι, άμα με γρειάζεσαι, να μου τσικνώνεις* μιαν μάλλαν τζαι εγιώ να έρκομαι, να καβαλλιτζιέφκεις να κάμνης περίπατον». Υστερα εφόρεσεν τα παλιόρουχα του καλοι'ρκού τζαι επήεν σ' έναν περβολάρην τζαι επρόσεχέν του το περβόλιν του. Την νύκτα ετσίκνωνε την μάλλα του Φαρή τζαι έρκετουν, τζαι εφόρεν την ολόχρυσην του την φορεσιάν τζαι εδκιανέφκετουν μέσα στο περβόλιν τζαι έκαμνε τα φυτά κομμάδκια. Την άλλην ημέραν ήρτεν ο περβολάρης τζαι εθύμωσέν του. Τζείνος είπεν του ότι ήρθεν ένας με τον άππαρον* τζαι εκατάκοψέν τα. Την άλλην ημέραν πάλιν το ίδιο.
Είσιεν έναν βασιλιάν τζαμαί* κοντά τζαι είσιεν μια κόρην τζαι κάθε νύκτα ήταν στο παραθύρι τζαι εθώρεν τον λοιτζιαρέτην, που εφόρεν τα ολόχρυσά του τα ρούχα τζαι εδκιανεύκετουν με τον Φαρήν. Ο βασιλιάς τζείνος ήταν να χαρτώσει* την κόρην του τζαι έδωσε διαταγήν να έρθει ούλος ο κόσμος, να περάσει κάτω απού το παράθυρον τζαι όποιος της άρεσκε, τζείνον ήταν να πάρει άντρα της. Εσυνάχτην ούλος ο κόσμος τζαι πέρασε κάτω απού το μπαρκόνι, μα η βασιλοπούλα δεν έριψε το μήλον. Ερέξαν* ούλοι δεύτερη τζαι τρίτην φοράν, μα δεν έσυρε το μήλο. Υστερα είπεν ο περβολάρης: «Έχω τζαι εγιώ έναν λοιτζιαρέτην, που βλέπει το περβόλι, να το φέρω να τον δούμε». Υστερα επήραν τον. Όσον τζαι επήραν τον, τζαι επέρασε απού κάτω στο παρκόνιν, έρριψεν του το μήλον. Όταν του έσυρεν το μήλον πάνω του, αντάκωσεν* κλάματα ο λοιτζιαρέτης τζαι ελάλεν: «Τον λύκον μου, τον λύκον μου, τον λύκον μου, τζαι εσκοτώσετέ μου τον.
Επιάσαν τον τζαι επαντρέψαν τον με την βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς εθυμώθηκε και δεν της έδωσε με σπίτιν με τίποτε. Εκαθάρισεν έναν ορνιθώναν τζαι της τον έδωσεν. Του βασιλιά τζείνου ήρτεν διαταγή να πάει να πολεμήσει. Ετοιμάστηκαν οι άλλοι οι γαμπρούες του. Τους εστόλισε, τους έδωσε καλούς αππάρους τζαι επήασι. Λαλεί του η κόρη του: «Δως του πατέρα τζαι τζείνου τζείνον τον κουτσάππαρον, να πάει να σας βοηθήσει». Λαλεί της τζαι ο πατέρας της: «Να πάρω τούτον τον λοιτζιαρέτην, να ξαντροπιαστώ;». Όταν τον επαρακάλεσεν η κόρη πολλές φορές, του έδωσε τζαι τζείνου τζείνον τον κουτσάππαρον. Εξεκίνησαν ούλοι τζαι, ύστερα απού Χίον, εξετζίνησεν τζαι τζείνος τ' απισόν*. Όταν επήεν κάμποσον, εκατέβην απού τον κουτσάππαρον, έδησεν τον κάπου, τεσίκνωσεν την μάλλαν τζαι ήρτεν ο Φαρής. Εφόρησεν τα χρυσά του τα ρούχα, εζώστην το σπαθίν του τζαι εξεκίνησε. Έφτασεν την ώρα που ήταν να νικηθεί ο βασιλέας. Έδωκεν μέσα στην μάχην τζαι το σπαθίν του έκοφκε πολλούς ανθρώπους τζαι έτσι ενίκησεν ο βασιλέας. Όταν έδωκε την τελευταία του σπαθκιάν, έκοψε το δακτύλι του τζαι ο βασιλιάς έβκαλεν την χρυσήν του σιερβέν* τζαι του το έδησε, για να μην τρέσιει το γαίμα. Εκαβαλλίτζεψεν πάνω στον χρυσόν άππαρον τζαι εχάθηκεν. Επήεν τζαμαί, που είσιεν δημένο τον κουτσάππαρον, έπιασεν τον τζαι εκαβαλλίτζεψεν.
Τζείνην την ώραν, έρκετουν* ο βασιλιάς με τους άλλους γαμπρούες του τζαι του είπαν να στραφεί, γιατί ο πόλεμος ετέλειωσεν. Εστράφην τζαι τζείνος τζαι ήρτεν σπίτιν τζαι έπεσεν απού την κούρασιν. Είπεν της γυναίκας του ότι ενίκησεν. Η βασιλοπούλα επήεν να ερωτήσει τον βασιλιάν πώς επέρασεν στην μάχην. Είπεν της ότι ήρτεν ένας με ολόγρυσα ρούχα τζαι ενίκησεν τους εχθρούς μας, την ώραν που ήταν να τελειώσει η μάχη, έκοψε το δακτύλιν τζαι έφκαλα τζαι εγιώ το χρυσόν μου σιερβέν τζαι ετύλιξά του το δακτύλιν του. Έτσι γαμβρόν ήθελα να έχω, όχι τον λύκον. Υστερα λέγει του: «Πατέρα αγρονίζεις* τον σιερβέν σου, όταν τον δεις;» Λαλεί της τζαι τζείνος: «Καλά, εν τον αγρονίζω;» «Πάμε ποτζεί να τον δεις, να σοούμεν αν τον αγρονίζεις». Επήεν ο βασιλιάς, εξησιέπασέν τον, είδεν τον τζαι αγρόνισεν ότι ήταν τζείνος. Υστερα επίσιευσεν ότι ήταν τζείνος τζαι τους επάντρευσεν ξανά. Τους έδωσεν παλάτια τζαι χρήματα τζαι χωράφκια. Τζαι ζήσαν τζείνοι καλά τζαι εμείς καλύτερα.
Αγρονίζω = καταλαβαίνω
Αλλαή= φορεσιά Αντάκωσεν= άρχισε Άππαρος= άλογο Εδκιανεύτη = έκανε περίπατο Ερέξαν^ επέρασαν Έρκετουν= ερχόταν Λίον = λίγο Μονή = κλίνη |
Μπιλμέμ (τουρκικά) = δεν ξέρω
Να πέσω = να ξαπλώσω Να ψατζιέψει = να δηλητηριάσει Σιερβές= μανδύας Τ' απισόν = από πίσω Τζαμαί = εκεί Τσικνώνω = καίω στη φωτιά Φοράα= φοράδα Χαρτώνω = αρραβωνιάζω Ψατζιή = δηλητήριο |
ΛΦ 1430, 1-18. Παραλλαγή που συλλέχθηκε στην Αρμίνου της Κύπρου. Καταγραφή: Παναγ. Ροδοσθένους.