ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Αγροικώ = εννοώ, ακούω
Αζουρωμένος = ακάθαρτος , βρώμικος Αναγιώνω= περιποιούμαι κάτι για να μεγαλώσει Άξιππα = άξαφνα Άππωμα = έπαρση, κομπασμός Βουρητός= τρεχάτος Διακονητής = ζητιάνος Ηδέωμαι= ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω Καταύτης = επίτηδες, σκόπιμα Κιάρω= δεν λυπούμαι κάτι Λάμνω= προχωρώ, πηγαίνω Λάσσω= γαβγίζω Λαώνω= ξαφνιάζω, γίνομαι τρελός Μαμμού= γιαγιά Μισθός = ζητιάνος Πελλός = τρελός Π’ όλα-σ’ όλα = παντού Σάζω-σάζομαι = φτιάχνω, τακτοποιώ Φύρνομαι = λιποθυμώ Χαλκί = χάλκινο δοχείο |
Αγρονίζω = καταλαβαίνω
Αλλαή= φορεσιά Αντάκωσεν= άρχισε Άππαρος= άλογο Εδκιανεύτη = έκανε περίπατο Ερέξαν^ επέρασαν Έρκετουν= ερχόταν Λίον = λίγο Μονή = κλίνη Μπιλμέμ (τουρκικά) = δεν ξέρω Να πέσω = να ξαπλώσω Μπιλμέμ (τουρκικά) = δεν ξέρω Να πέσω = να ξαπλώσω Να ψατζιέψει = να δηλητηριάσει Σιερβές= μανδύας Τ' απισόν = από πίσω Τζαμαί = εκεί Τσικνώνω = καίω στη φωτιά Φοράα= φοράδα Χαρτώνω = αρραβωνιάζω Ψατζιή = δηλητήριο |