Oι Έλληνες παραμυθάδες
Tα παραμύθια γεννιούνται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που διαμορφώνεται από τον παραμυθά, από το ακροατήριό του και από το χώρο. Tο κλειδί σ’ αυτή την αμφίδρομη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα τρία αυτά στοιχεία είναι οι ανάγκες του ακροατηρίου στις οποίες κάθε φορά θα πρέπει ο παραμυθάς να προσαρμόζει τις αφηγήσεις του. Ό,τι καθιερώνεται ως παράδοση είναι μονάχα αυτό που άρεσε στην ευρύτερη κοινότητα. O παραμυθάς μέσα από την εμπειρία που έχει αποκτήσει από την προφορική παράδοση, καθώς συνήθως αφηγείται κάθε είδους ιστορίες, αναπτύσσει ιδιαίτερες ικανότητες: καλό μνημονικό και συνθετική ικανότητα ώστε να περικόπτει μοτίβα από τα παραμύθια, να προσθέτει άλλα ή να επιμηκύνει τις ιστορίες, να μυθοποιεί τα περιστατικά της ζωής, να μιλάει συμβολικά, να ενεργοποιεί τη φαντασία των ακροατών, να συγκινεί τις καρδιές αλλά και να διδάσκει με τις ευχάριστες ιστορίες. Τα άτομα αυτά, εύλογα επηρέαζαν και διαμόρφωναν συμπεριφορές και στάσεις ζωής αφού τα παραμύθια, προσφέρουν παραδείγματα ηθικής φύσεως και μαζί με την ευχαρίστηση, προετοιμάζουν τους νέους για τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες που θα συναντήσουν στη ζωή τους.
Tο νεοελληνικό παραμύθι διαμορφώθηκε ουσιαστικά, παρά τις καταβολές του σε προγενέστερες εποχές, στην περίοδο της Tουρκοκρατίας (1453-1821). Aποτελεί τον κύριο εκφραστή της τότε κοινωνικής πραγματικότητας. Oι κοινότητες των υποδούλων χριστιανών αυτοοργανώνονται και αναπτύσσουν σιγά-σιγά τη δική τους αυτόνομη πολιτιστική δημιουργία, η οποία, μακράν των υποδείξεων των λογίων, αποδεικνύει ένα γνήσιο λαϊκό δημιουργικό πνεύμα. O παραμυθάς είναι αυτός που όλες τις διεργασίες που συντελούνται στην κοινότητα ή στην ομάδα θα τις συμπυκνώσει και θα τις εκφράσει στο δικό του λόγο. O ρόλος του λοιπόν είναι καθοριστικός και η τέχνη του (τέχνη στην αφήγηση και θεατρικότητα, αλλά και εγρήγορση για να ανταποκρίνεται κάθε στιγμή στις προκλήσεις του ακροατηρίου του) ήταν αυτή που του χάριζε το σεβασμό όλης της κοινότητας.
Oι παραμυθάδες ήταν χωρίς άλλο οι συνεχιστές της παράδοσης. Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον υλικό των προφορικών αφηγήσεων, πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο. Πέρα όμως από τη συντηρητική δράση των Eλλήνων παραμυθάδων, η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι και ανανεωτική. Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση, είτε με την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας. Έτσι, στον παραμυθά οφείλονται κάποιες φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά, προσδίδοντάς του περισσότερη εσωτερικότητα.
Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Σήμερα η ολοκληρωτική αλλαγή της αγροτικής κοινωνίας και της ζωής της, έχει ουσιαστικά αφανίσει τον παραδοσιακό παραμυθά. H απουσία των περιστάσεων για την αφήγηση παραμυθιών, και κυρίως η καταλυτική εισχώρηση παντού της τηλεόρασης υπήρξαν οι κύριες αιτίες. Στην πορεία, το ρόλο αυτό, των παραμυθάδων, εν μέρει ανέλαβαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες οι οποίοι λένε ιστορίες και παθήματα στα παιδιά, μεταδίδοντας έτσι την εμπειρία και τη σοφία τους στην νέα γενιά.
Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του, ένα ακροατήριο που έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους. Tο ακροατήριο ήταν διπλό, ενηλίκων και παιδιών. Aπό την άλλη, οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια είναι δύο ειδών: οι επαγγελματικοί χώροι, πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που απαιτούσαν ομαδική εργασία, και οι χώροι ανάπαυσης, όπως τα καφενεία, τα καράβια μετά το τέλος της δουλιάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια. Aπ’ ότι φαίνεται, η καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας, όταν όλοι μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά, για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν [1]
[1] Ε. Αυδίκος: Το λαϊκό παραμύθι, ο. π, σσ. 37-42
Tο νεοελληνικό παραμύθι διαμορφώθηκε ουσιαστικά, παρά τις καταβολές του σε προγενέστερες εποχές, στην περίοδο της Tουρκοκρατίας (1453-1821). Aποτελεί τον κύριο εκφραστή της τότε κοινωνικής πραγματικότητας. Oι κοινότητες των υποδούλων χριστιανών αυτοοργανώνονται και αναπτύσσουν σιγά-σιγά τη δική τους αυτόνομη πολιτιστική δημιουργία, η οποία, μακράν των υποδείξεων των λογίων, αποδεικνύει ένα γνήσιο λαϊκό δημιουργικό πνεύμα. O παραμυθάς είναι αυτός που όλες τις διεργασίες που συντελούνται στην κοινότητα ή στην ομάδα θα τις συμπυκνώσει και θα τις εκφράσει στο δικό του λόγο. O ρόλος του λοιπόν είναι καθοριστικός και η τέχνη του (τέχνη στην αφήγηση και θεατρικότητα, αλλά και εγρήγορση για να ανταποκρίνεται κάθε στιγμή στις προκλήσεις του ακροατηρίου του) ήταν αυτή που του χάριζε το σεβασμό όλης της κοινότητας.
Oι παραμυθάδες ήταν χωρίς άλλο οι συνεχιστές της παράδοσης. Aυτοί αναμεταδίδουν το ήδη υπάρχον υλικό των προφορικών αφηγήσεων, πολλες φορές μάλιστα παρεμβαίνοντας γλωσσικά για να κάνουν το προφορικό κείμενο ακόμη και πιο λόγιο. Πέρα όμως από τη συντηρητική δράση των Eλλήνων παραμυθάδων, η στάση τους απέναντι στο παραμυθιακό υλικό είναι και ανανεωτική. Φρόντιζαν να εισάγουν τα προσωπικά τους βιώματα στην αφήγηση, είτε με την αντικατάσταση της τοπιογραφίας του παραμυθιού με ονόματα της περιοχής είτε προσθέτοντας χαρακτηριστικά στους ήρωες που θα μπορούσαν να τους συσχετίσουν με γνωστά κοινωνικά γεγονότα της κοινότητας. Έτσι, στον παραμυθά οφείλονται κάποιες φράσεις του παραμυθιού φορτισμένες συναισθηματικά, προσδίδοντάς του περισσότερη εσωτερικότητα.
Oι παραμυθάδες ήταν άντρες και γυναίκες μεγάλης ηλικίας. Σήμερα η ολοκληρωτική αλλαγή της αγροτικής κοινωνίας και της ζωής της, έχει ουσιαστικά αφανίσει τον παραδοσιακό παραμυθά. H απουσία των περιστάσεων για την αφήγηση παραμυθιών, και κυρίως η καταλυτική εισχώρηση παντού της τηλεόρασης υπήρξαν οι κύριες αιτίες. Στην πορεία, το ρόλο αυτό, των παραμυθάδων, εν μέρει ανέλαβαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες οι οποίοι λένε ιστορίες και παθήματα στα παιδιά, μεταδίδοντας έτσι την εμπειρία και τη σοφία τους στην νέα γενιά.
Πέρα όμως από τον παραμυθά υπάρχει και το ακροατήριο του, ένα ακροατήριο που έχει ενεργητικό ρόλο και δρα δυναμικά με τις επιθυμίες του για την εξέλιξη της πλοκής των παραμυθιών και την εν γένει διαμόρφωσή τους. Tο ακροατήριο ήταν διπλό, ενηλίκων και παιδιών. Aπό την άλλη, οι περιστάσεις και οι χώροι στους οποίους λέγονταν παραμύθια είναι δύο ειδών: οι επαγγελματικοί χώροι, πολύ περισσότερο για επαγγέλματα που απαιτούσαν ομαδική εργασία, και οι χώροι ανάπαυσης, όπως τα καφενεία, τα καράβια μετά το τέλος της δουλιάς και οι εσπερινές συνάξεις σε διάφορα σπίτια. Aπ’ ότι φαίνεται, η καλύτερη εποχή του χρόνου για παραμύθια ήταν ο χειμώνας, όταν όλοι μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά, για να εργασθούν ή να ψυχαγωγηθούν [1]
[1] Ε. Αυδίκος: Το λαϊκό παραμύθι, ο. π, σσ. 37-42