Ο ακίνητος
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Είχαν απ’ όλα, μα δεεγεννούσαν παιδιά. Πέρασαν δέκα χρόνια από τον καιρό που παντρεύτηκαν και δεν είδαν παιδί. Είχαν μεγάλο καημό.
Μια μέρα αποφάσισαν να κάμουν ένα τραπέζι, να καλέσουν όλους τους προεστούς του βασιλείου τους να φάνε και να τους ευχηθούν, ίσως τους στείλει ο Θεός κανένα παιδί.
Έκαμαν το τραπέζι, κι όλοι οι καλεσμένοι έπιναν στην υγεία του βασιλέα και της βασίλησσας και τους εύχονταν να τους στείλει ο Θεός ό,τι επιθυμεί η καρδιά τους.
Σαν έφυγε ο κόσμος, η βασίλισσα έκαμε τρείς μετάνοιες κι είπε:
-Αγαπώ την αρετή, αγαπώ τη σοφία, αγαπώ την ευτυχία.
Σε εννέα μήνες η βασίλισσα εγέννησε μια κόρη. Την ονόμασαν Αρετή. Τον άλλο χρόνο εγένηησε άλλη κόρη. Την είπαν Σοφία. Τον τρίτο χρόνο εγέννησε κι άλλη κόρη. Αυτή την είπαν Ευτυχία. Ο βασιλιάς αγαπούσε την Ευτυχία πιο πολύ από τις άλλες και την εσπούδασε. Μόλις έγιναν είκοσι χρονών αποφάσισε να τις παντρέψει και τις τρείς με τη σειρά. Επρόσταξε και τους έκτισαν τρία παλάτια, ένα για την κάθεμια. Μόλις τέλειωσαν τα παλάτια, μήνυσε στην Αρετή να πάει που τη θέλει. Επήγε:
-Τέλειωσε το παλάτι σου. Θέλω να μου πεις πόσο με αγαπάς.
-Όση γλύκα έχει το μέλι, τόση γλύκα έχει η αγάπη μου, αφέντη μου, για σένα.
Γλυκάθηκε η καρδιά του βασιλιά και , να μην τα πολυλογούμε, της είχε και το γαμπρό έτοιμο και την πάντρεψε.
Στον καιρό της κάλεσε τη Σοφία να πάει. Επήγε:
-Τι με θέλεις αφέντη;
-Τέλειωσε το παλάτι σου. Θέλω να μου πεις πόσο με αγαπάς.
- Όση γλύκα έχει η ζάχαρη, τόση γλύκα έχει η αγάπη μου, αφέντη μου, για σένα.
Του άρεσε ο λόγος της και την επάντρεψε κι αυτή.
Στον καιρό της κάλεσε και την Ευτυχία να πάει. Πήγε κι αυτή:
-Τι με θέλεις αφέντη;
-Τέλειωσε το παλάτι σου. Θέλω να μου πεις πόσο μ’αγαπάς.
-Όση γλύκα έχει το άλας, τόση γλύκα έχει η αγάπη μου, αφέντη μου, για σένα.
Ο βασιλιάς μόλις του ‘πε έτσι, έγινε έξω φρενών:
-Τσακίσου από μπροστά μου και να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου.
Η κοπέλα έφυγε. Ο βασιλιάς πρόσταξε να την κυνηγήσουν και να την αποκεφαλίσουν. Το μάθανε οι προεστοί, πάνε και του λένε:
-Βασιλιά μας, για το χατίρι μας, μη κάμεις τέτοιο πράγμα. Τι θα πει ο κόσμος ν’ακούσει πως ο βασιλιάς αποκεφάλισε τη κόρη του, επειδή του είπε πως τον αγαπά σαν τον άλας;
Αποφασίζει ο βασιλιάς να μην την αποκεφαλίσει, παρά μόνο να την παντρέψει μ’ έναν άντρα που να μην μπορεί να την ζήσει. Να δουλεύει εκείνη για να τον ταΐζει.
Στο βασίλειο του ήταν κι ένας νέος, είκοσι χρονών, παράλυτος μέρα νύχτα στο κρεβάτι. Έστειλε και τον εφέρανε. Κάλεσε και τους παπάδες και τους εστεφάνωσαν. Το νέο τον έλεγαν Ακίνητο. Μετά το γάμο ο βασιλιάς πρόσταξε την κόρη του να πιάσει τον άντρα της και να πάει στο σπίτι του. Δεν της δίνει τίποτα, ούτε παλάτι ούτε προίκα.
Η βασίλισσα τη λυπήθηκε την κόρη της και της έδωσε κρυφά λίγες λίρες. Τέλος πάντων η Ευτυχία ήθελε δεν ήθελε –προσταγή βασιλική- πήρε τον Ακίνητον της και ξεκίνησε. Ξάπλωσαν τον στην άμαξα, έκατσε κι η Ευτυχία με τη μάνα του Ακίνητου, και μπήκαν στο δρόμο.
Έλαμναν,πήγαιναν, έφτασαν σε μια πολιτεία. Η Ευτυχία πρόσταξε τον αμαξά να σταματήσει στο μαγαζί ενός φαρμακοτρίφτη. Κατεβαίνει, αγοράζει μια οκά καφουρόλαδο. Πάνε πιο κάτω , πάλι σταματά και αγοράζει μια οκά λίπος του χοίρου και μια οκά λίπος της χελώνας. Σε κάμποσην ώραν έφτασαν στο σπίτι του Ακίνητου . Έκατσαν να ξεκουραστούν και να φάνε. Η Ευτυχία αρπάζει μετά μια κατσαρόλα, ρίχνει μέσα το καφουρόλαδο, το λίπος της χελώνας και του χοίρου. Τα βάζει στη φωτιά, ώσπου να λιώσουν. Ύστερα μ’ αυτά έτριψε τον Ακίνητο. Τον έτριβε πολύ συχνά από τα πόδια ως το κεφάλι. Σε λίγες μέρες ο Ακίνητος άρχισε να κάθεται μες το κρεβάτι. Σε άλλες λίγες μέρες κατέβηκε από το κρεβάτι. Τον έβαλε και πήγαινε με τα τέσσερα στην καμάρα. Επιτέλους ο Ακίνητος έγινε τελείως καλά κι ήταν ένας νέος όμορφος και χαριτωμένος.
Η Ευτυχία σκέφτηκε τι δουλειά να κάνει ο άντρας της, τώρα που έγινε καλά. Ο κύρης της της τον έδωσε επίτηδες να δουλεύει αυτή και να τον ταίζει, μα αυτή τον έκανε καλά να δουλεύει αυτός. Είχε μείνει κίολας έγκυος και σκεφτόταν και το μωρό που θα γεννούσε. Εκεί στη γειτονιά τους ήταν ένας αμαξάς. Πάει στο σπίτι. Του λέει:
-Ε, γείτονα, βάζεις εσύ την άμαξα να βάλω και γω τα χρήματα ν’ αγοράσω πραμάτειες, να γυρίζετε με τον Ακίνητόν μου να τις πουλάτε;
-Εντάξει, λέει ο αμαξάς.
Τους έδωσε χρήματα και εφύγανε. Εκείνες τις μέρες είχε έρθει ένα καράβι στο λιμάνι φορτωμένο με πραμάτειες. Φόρτωσαν την άμαξα κι έπιασαν τους δρόμους. Πήγαιναν, πήγαιναν, έφτασαν σ’ ένα ερημότοπο. Εκεί ηύραν σαράντα ανθρώπους και κάθονταν γύρω σ’ ένα πηγάδι. Ήταν σχεδόν λιπόθυμοι από τη δίψα και δεν μπορούσαν να βγάλουν νερό να πιούν, γιατί ήταν όλοι τους χοντροί. Ο ελαφρύτερος ήταν εκατό οκκάδες. Πώς να τον δέσουν να κατέβει να βγάλει νερό; Φώναξαν τον Ακίνητο που ήταν ελαφρύς να τους βγάλει νερό.
-Σας βγάζω νερό, αλλά να μου δώσετε από ένα χρυσό.
-Σου δίνουμε, του λένε, κι ένας ένας του μέτρησαν τα χρυσά.
Ο Ακίνητος έπιασε τα χρυσά, τον έδεσαν, κατέβηκε μέσα στο πηγάδι και γέμισε τα’ αγγεία τους νερό. Του λένε:
-Ε, Ακίνητε, να χαρείς ό,τι αγαπάς, μείνε λίγη ώρα κάτω, ώσπου να φάμε να μας ξαναγεμίσεις τα αγγεία μας.
-Καλά, τους λέει ο Ακίνητος.
Ώσπου να φάνε ηύρε ένα πεζούλι κι έκατσε εκεί να περιμένει. Όπως καθόταν, βλέπει μια τρύπα να προχωρεί προς τα μέσα. Σηκώνεται, παρατηρεί, βλέπει φως. Μπαίνει μέσα, προχωρεί κάμποσο, βρίσκει έναν και ξάπλωνε στη γωνιά.
- Γεια σου πατέρα, του λέει.
- Μεγάλο χαιρετισμό μου έκαμες γιε μου, αλλιώς θα σ’ έτρωγα αμέσως. Πως ως εδώ;
-Έκαμα μια καλοσύνη. Επότισα σαράντα διψασμένους και ακόμα θα τους ποτίσω.
-Αφού είναι τόσο καλός, θα σου χαρίσω κι εγώ ένα πράγμα.
Εκεί στη γωνιά είναι κάτι καρπούζια, δέκα οκάδες το καθένα. Πιάσε τέσσερα να πάρεις μαζί σου.
Ο Ακίνητος έπιασε τα καρπούζια, αποχαιρέτησε το γέρο και πήγε στο πεζούλι. Εκείνη την ώρα οι διψασμένοι κατέβαζαν τα δοχεία τους. Τους τα γέμισε. Ύστερα τον έβγαλαν κι αυτόν με τα καρπούζια.
Την ώρα που θα ‘φευγαν, λέει σ ΄έναν από τους σαράντα:
-Να πληρώσω τον κόπο σου, παίρνεις αυτά τα καρπούζια να τα πας στη γυναίκα μου; Περιμένει μωρό και θα χαρεί πολύ άμα τα δει.
-Τα παίρνω και δε θέλω πληρωμή.
-Όχι. Θα σου πληρώνω τον κόπο σου, να’ μια σίγουρος. Θέλω να της πας κι αυτά τα χρυσά, γιατί είναι καιρός που λείπω. Πες της χαιρετίσματα και ότι θ’ αργήσω να επιστρέψω.
Ο άνθρωπος τα πήρε. Ο Ακίνητος με τον αμαξά πήγαν να πουλήσουν τις πραμάτειες τους. Τις πούλησαν, κι όσα χρήματα έδωσαν να τις αγοράσουν εκέρδισαν άλλα τόσα. Ενώ επέστρεφαν, λέει ο Ακίνητος:
-Πάμε να ξαναφορτώσουμε;
-Πάμε. Ήρθε άραγε το καράβι;
-Μακάρι να ήρθε;
Παρατηρούν τη θάλασσα, βλέπουν το καράβι να ‘ ρχεται από μακριά. Ξαναφόρτωσαν την άμαξα, τα πούλησαν, ξαναφόρτωσαν, τα ξαναπούλησαν.
Η Ευτυχία έπιασε τα καρπούζια και τα χρυσά. Χάρηκε πολύ.
Τη νύχτα έκατσαν με την πεθερά της να φάνε. Είπαν να κόψουν κι ένα καρπούζι, να το δοκιμάσουν. Κόβουν ένα, κοιτάζουν, γεμάτο διαμάντια. Κόβουν το άλλο, τα ίδια. Έκοψαν και τα άλλα δύο, τα ίδια. Ήταν όλα γεμάτα διαμάντια. Τα μάζεψαν και γέμισαν ένα πιθαράκι που χωρούσε τέσσερα κιλά σιτάρι.
Σκέφτηκε η Ευτυχία : « Ο Θεός μου τα στειλε. Ο κύρης μου έχτισε μου παλάτι και δε μου το δωσε και μ ‘ άδεια χέρια. Τώρα θα κτίσω δικό μου».
Παίρνουν λίγα διαμάντια, πάνε στο σαράφη. Τον ρωτούν:
-Έχουμε κάτι διαμάντια, τ’ αγοράζεις;
-Πόσα θέλετε για το καθένα;
-Ήρθαμε σε σένα που ξέρεις την αξία τους.
-Να σας δώσω δέκα λίρες το ένα.
-Άντε κόρη μου, πάμε να φύγουμε κι αυτός μας περιπαίζει, λέει η πεθερά στην Ευτυχία.
Στο τέλος, με τα πολλά, συμφώνησαν σαράντα λίρες το ένα.
Τις πλήρωσε ο σαράφης. Του λένε:
-Ετοίμαζε τα χρήματα. Θα σου φέρουμε κι άλλα.
Λίγα λίγα λοιπόν, αντάλλασαν τα διαμάντια με λίρες κι έκτιζαν το παλάτι έξω από το χωριό. Ξόδεψαν χίλιες λίρες, έδωσαν και φιλοδωρήματα στους χτίστες. Στις τέσσερις γωνιές του παλατιού έβαλαν φανάρια. Τη νύχτα, που άναβαν, το παλάτι έλαμπε. Μετακόμισε η Ευτυχία με την πεθερά της στο παλάτι. Το πιθαράκι είχε αρκετά διαμάντια ακόμα.
Σε κάμποσο καιρό αποφάσισε κι ο Ακίνητος να γυρίσει στο σπίτι του. Από τις πραμάτειες του γέμισε λίρες αμέτρητες. Ενώ επέστρεφαν, έφτασαν στο πηγάδι που ξαναπέρασαν. Πάλι ηύραν σαράντα διψασμένους κι έδωσαν στον Ακίνητο σαράντα χρυσά να τους βάλει νερό. Του είπαν να μείνει μέσα στο λάκκο, ώσπου ν φάνε, να τους ξαναγεμίσει τα’ αγγεία. Έμεινε. Ώσπου να φάνε αυτοί, ο Ακίνητος τρύπωσε πάλι μέσα στη σπηλιά. Ηύρε το γέρο ξαπλωμένο. Του λέει:
- Γεια σου πατέρα πως τα πάεις; Είσαι καλά;
-Καλώς τον, καλώς όρισες. Ήταν καλά τα καρπούζια που σου έδωσα την άλλη φορά;
-Πού να ξέρω, γέρο! Το έστειλα στη γυναίκα μου που είναι έγκυος και δεν ξέρω μήτε αν ήταν καλά μήτε αν ήταν σκάρτα. Τώρα που θα πάω, θα την ρωτήσω να μου πει.
-Εκεί στη γωνιά είναι κάτι ρόδια. Πιάσε τέσσερα να της πας. Είναι απ’ αυτά που αρέσουν στις έγκυες.
Ο Ακίνητος πήρε τέσσερα ρόδια, φίλησε το χέρι του γέρου και ξεκίνησε. Του φώναξε ο γέρος:
-Πήγαινε στο καλό, και χαιρέτα μου τη γυναίκα σου. Πες της πως εγώ είμαι η τύχη της.
Ο Ακίνητος δεν πολυκατάλαβε τι του είπε ο γέρος. Τέλος πάντων, πήγε στο πεζούλι, τον έβγαλαν επάνω και ξεκίνησε με το σύντροφο του. Στράτα στράτα έφτασαν στο χωριό. Σταμάτησαν στο σπίτι του αμαξά. Ο Ακίνητος φορτώθηκε τη σακούλα γεμάτη λίρες και πήγε στο σπίτι του. Κοίταξε, δεν ήταν κανένας. Ρωτά τους γείτονες που πήγαν η γυναίκα του κι η μάνα του, του λένε έφυγαν κι έκατσαν σε κείνο το παλάτι που είναι στην άκρη του χωριού. Πάει ως εκεί, δεν πίστευε στα μάτια του. Επιστρέφει στον αμαξά. Τον ρωτά τι να κάμει. Μήπως μπεί σε ξένο σπίτι!
Ο αμαξάς του είπε να χτυπήσει την πόρτα και να πει τ’ όνομα του. Αν του ανοίξουν, θα πει πως είναι δικό του το σπίτι. Έτσι κι έγινε. Πάει ο Ακίνητος, χτυπά την πόρτα, λέει το όνομα του. Ευθύς άνοιξε η πόρτα. Μπαίνει μέσα με τη σακούλα, γεμίζει ένα βαρέλι με τις λίρες. Έκατσαν στο τραπέζι, σαν έφαγαν, είπε στη γυναίκα του πως της έφερε ρόδια, να κόψει να τα δοκιμάσει. Κόβει ένα, γεμάτο μαργαρητάρια, κόβει άλλο τα ίδια. Και τα τέσσερα ήταν γεμάτα μαργαριτάρια. Του λέει:
-Είναι η τύχη σου, καλέ; Την άλλη φορά έστειλες μας τέσσερα καρπούζια, ήταν γεμάτα διαμάντια. Τώρα μου έφερες τέσσερα ρόδια, είναι γεμάτα μαργαριτάρια. Από τα καρπούζια έχτισα το παλάτι και το πιθαράκι είναι ακόμα γεμάτο διαμάντια!
-Δεν είναι η τύχη μου. Είναι η δική σου. Μου το είπε ο γέρος που μου τα έδωσε. Μας τα έπεμψεν ο Θεός μα και εγώ θα τα ξοδέψω , να κάμω ένα γεροκομείο, ένα ορφανοτροφείο κι ένα μαγειρείο για τους φτωχούς να πηγαίνουν να τρώνε δωρεάν.
Την άλλη μέρα ο Ακίνητος έβαλε μπρος δουλειά. Έκτισε και το γεροκομείο και το ορφανοτροφείο και το μαγειρείο. Εγέμισαν γέρους, ορφανά και φτωχούς. Έτσι έγινε πασίγνωστος. Όπου καθόσουν, τ’ όνομα του ανέφεραν. Πες πες ο κόσμος, το έμαθε και ο βασιλιά αποφάσισε να πάει μια μέρα να το δει τι άνθρωπος είναι αυτός που έκαμε τόσες μεγάλες καλοσύνες για το βασίλειο του. Του έγραψε πως θα’ρθει να τον δεί. Που να φανταστεί τι τον περίμενε!
Στο μεταξύ η Ευτυχία είχε γεννήσει ένα γιο. Τον βάφτισαν Θεοδόση. Ήταν ενός χρόνου όταν πήραν το γράμμα του βασιλιά. Σκέφτηκαν να μαγειρέψουν λογιών λογιών φαγητά. Άλλα με το μέλι και άλλα με τη ζάχαρη, να κάμουν και σαλάτα με το μέλι.
Πήγε ο βασιλιάς με τη συνοδεία του, είδε τον Ακίνητο, τα έργα που έκαμε, το παλάτι του. Ευχαριστήθηκε πολύ. Το μεσημέρι κάθισαν να φάνε. Ο βασιλιάς γεύεται ένα φαγητό, γεύεται άλλο, άλλο, το ψωμί, τη σαλάτα, δεν τρώγει μήτ’ αυτός μήτε η παρέα του. Του λέει ο Ακίνητος:
-Πάρε βασιλιά μου, πάρτε, δε σας αρέσουν τα φαγητά μας;
-Μα πώς να τα μαγειρέψετε;
-Τώρα, να’ ρθει η νοικοκυρά μου να σας πει.
Φωνάζουν τη νοικοκυρά. Έρχεται, πάει να προσκυνήσει το βασιλέα.
-Έλα, πες μας πως έκαμες τα φαγητά σου. Δεν τρώγονται!
-Τα έκαμα όλα με το μέλι και τη ζάχαρη. και του είπε την ιστορία του βασιλιά που χάρηκε, όταν οι δυο κόρες του του είπαν πως τον αγαπούν σαν το μέλι και τη ζάχαρη, αλλά μίσησε την τρίτη που του είπε πως τον αγαπά σαν το άλας και την έδιωξε.
-Εγώ είμαι ο βαισλιάς αυτός, κοκόνα μου, που μακάρι να καιγόταν η ώρα που το έκαμα. Μεγάλο λάθος ήταν, και δεν ξέρω αν ζει η κόρη μου κι αν θα μου το συγχωρήσει ποτέ!
Τα έλεγε αυτά κι έτρεχαν τα μάτια του.
- Ζει βασιλιά μου, η κόρη σου.
-Πού βρίσκεται;
-Είναι εδώ μπροστά σου, κι έβγαλε το μωρό της στ’ όνομά σου.
Άρπαξε το μωρό από την αγκαλιά της παραμάνας και του το έδειξε.
-Εσύ ‘σαι λοιπόν η Ευτυχία κι ο άνδρας σου είναι αυτός, που είναι άρρωστος;
Έκαμε χαρά, μεγάλη χαρά ο βασιλιάς, μη ρωτάς.
Η Ευτυχία πρόσταξε και τους φέρανε από τ’ άλλα φαγητά που ήταν με το άλας κι έφαγαν και χάρηκαν όλοι τους. Πριν σηκωθούν από το τραπέζι, ο βασιλιάς πρόσταξε να του φέρουν το δεσπότη να στέψει την κόρη του βασίλισσα και το γαμπρό του βασιλέα. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κωστής Κυριακίδης, Παραμύθια της Κύπρου, Νέοι Ακρίτες,